Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Υπεραγία Θεοτόκος



Του Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία, της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ
Αν οι άγιοι Ευαγγελιστές τήρησαν σιγή για το μυστήριο της Αγίας Παρθένου, εκτός από λίγα λόγια που μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, τι να πούμε εμείς οι μηδαμινοί. Έτσι, η Αγία Παρθένος είναι το θαύμα του Θεού και είναι βέβαια ο καρπός και το αποκορύφωμα όλων των δικαίων όλης αυτής της γραμμής των αγίων της Παλαιάς Διαθήκης, το αποκορύφωμα της αγιότητας. 
Γεννήθηκε με θαυμαστό τρόπο και πολύ νεαρή σε ηλικία, τριών χρονών, αφιερώθηκε στον ναό του Θεού και έμεινε στα Άγια των Αγίων κι εκεί εδιδάσκετο τον νόμο και τους προφήτες από τους ιερείς του ναού. Κι εκεί έκανε μία μεγάλη ανακάλυψη η Αγία Παρθένος, σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία, κατέβασε τον νου της στη βαθιά καρδιά της, ανακάλυψε τη βαθιά καρδιά και όπως λέει η Γραφή, «ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά καρδία βαθεία και αίσθησις θεϊκή και νοερά..». Και η Αγία Παρθένος κατεβάζοντας τον νου της στη βαθιά καρδιά της, εκεί συνάντησε και ενώθηκε με τον Θεό και με τη χάρη Του. Αλλά, γνώρισε, μας λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κι ένα άλλο μυστήριο, ενώθηκε και με όλο το γένος του Αδάμ. Αισθάνθηκε στην προσευχή Της, μέσα στην καρδία της την αχρειότητα, τη φθορά από την αμαρτία όλου του γένους των ανθρώπων κι εκεί τότε άρχισε μέσα στον ναό η προσευχή της μεσιτείας της για όλους τους ανθρώπους.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέρει την Παναγία ως υπόδειγμα για τους ησυχαστές και ησυχαστές είναι εκείνοι οι ασκητές, που αγωνίζονται νύχτα - μέρα να περιορίσουν τον άυλο νου τους μέσα στο υλικό του σώματός τους. Είναι εκείνοι που προσπαθούν να επωάσουν την καρδία τους με το πνεύμα του Θεού, να περιφέρουν πάνω από την άβυσσο της καρδίας τους το πνεύμα του Θεού. Κι όπως στην αρχή της δημιουργίας το πνεύμα του Θεού επιφερόταν πάνω από την άβυσσο και ωοτόκησε όλη την ποικιλόμορφη δημιουργία του σύμπαντος, έτσι και οι ησυχαστές, όταν περιφέρουν το όνομα του Χριστού, που είναι αχώριστο από το πρόσωπό Του και την ενέργεια του προσώπου Του. Όταν το περιφέρουν πάνω από την άβυσσο της καρδίας τους, έρχεται μία στιγμή που γίνεται το άνοιγμα της καρδίας, η εκκόλαψη νέας ζωής. Η Αγία Παρθένος είχε επιτελέσει αυτό στην αιωνιότητα, είχε ανακαλύψει τη νέα ζωή μέσα από τα Άγια των Αγίων κι εκεί μεσίτευε για όλους τους ανθρώπους.
Κατά πρόνοια Θεού, έπεσε η προσοχή της στο χωρίο του Ησαΐα που λέει: «ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἔξει ἐν γαστρι, καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ καὶ αὐτὸς σώσει τὸν λαὸ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ...». Και όπως κατά πρόνοια Θεού άναψε μία φλόγα μέσα της και όλο το είναι της Παναγίας, όλα τα νοήματά της μαζεύτηκαν σε έναν λόγο, σε μία μονολόγιστη ευχή με την οποία χτυπούσε την πόρτα του ουρανού αδιάλειπτα, αδιάκοπα. Και η προσευχή της ήταν όπως λέει η παράδοση, «αξίωσέ με Θεέ, Κύριε ο Θεός, να γίνω η υπηρέτρια εκείνης της γυναίκας που θα φέρει στον κόσμο τον Εμμανουήλ» και πάνω στη ζέση αυτής της προσευχής εμφανίστηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και της λέγει: «όχι η υπηρέτρια, όχι η θεραπενής, αλλά η μητέρα του Εμμανουήλ». Με άλλα λόγια εταπείνωνε τον εαυτό Της και προφητικά εξεπλήρωνε τον νόμο, που έμελλε να θεσπίσει ο υιός Της, «ὁ ταπεινῶν ἐαυτὸν ὑψωθήσεται». Αυτή προφητικά είχε τοποθετήσει τον εαυτό της στην οδό του Κυρίου, που είναι η κατάβαση και μετά η ανάβαση υπεράνω των ουρανών. Κι επειδή τοποθέτησε τον εαυτό της στην οδό του Κυρίου κι όπως είπε ο Κύριος, «εγώ ειμί η οδός» βρήκε τον Κύριο και ενώθηκε με τον Κύριο και είπε ένα γενηθήτω και αυτό το γενηθήτω, όπου στην αρχή της δημιουργίας το γενηθήτω του λόγου του Θεού έφερε τα σύμπαντα στο είναι, έτσι και το γενηθήτω της Παναγίας κατέβασε τώρα τον δημιουργό στη γη. Βλέπουμε ότι είναι μεγάλο το θέμα της Αγίας Παρθένου. Κι όπως διαβλέπουμε από τα λόγια του Ευαγγελίου ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο επέβλεψε ο Ύψιστος επί την Αγία Παρθένο, επέβλεψε επί την ταπείνωση αυτής.
Κι αν δεν αγαπούσε τόσο πολύ η Αγία Παρθένος την παρθενία δεν θα μιλούσε, αλλά ο πόθος και η αγάπη της για την παρθενία και η ζωή που είχε μέσα στα Άγια των Αγίων, την ανάγκασαν να εκφέρει έναν μικρό λόγο: «πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο, ἐπεῖ ἄνδρα οὐ γινώσκω;», πώς είναι δυνατό να γίνει αυτό, αφού δεν γνωρίζω άντρα; Όταν ο Αρχάγγελος έδωσε επεξηγήσεις στην Αγία Παρθένο ότι Πνεύμα Άγιο θα επέλθει σ’ αυτή: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σε, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοὶ», τότε η Αγία Παρθένος είπε το, «γένοιτο μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου».
Έπρεπε όλα αυτά να εκπληρωθούν. Και συνέλαβε η Αγία Παρθένος και ο Ιωσήφ αγνοούσε το μυστήριο, γιατί η Αγία Παρθένος δεν μίλησε στον Ιωσήφ και τα σημάδια της κυήσεως γινόντουσαν με τον καιρό και πιο φανερά. Για την Αγία Παρθένο αυτό σήμαινε κίνδυνο θανάτου, διότι να συλλάβει ζωή χωρίς να είναι ύπανδρη εσήμαινε λιθοβολισμό, θάνατο με λιθοβολισμό. Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ εταράττετο, διότι ήταν δίκαιος. Δεν ήθελε να πάρει στο σπίτι του μία που συνέλαβε χωρίς άνδρα.
Όμως το πρόσωπο της Αγίας Παρθένου ενέπνεε τέτοια ιερότητα και τέτοιο φόβο και τέτοια θεϊκή λάμψη και παρουσία που δεν θα τολμούσε, παρόλο που πέρασε ο λογισμός από τον νου του να την παραδειγματίσει, δεν θα τολμούσε να το κάνει αυτό. Γι’ αυτό ούτε το ένα κάνει ούτε το άλλο και αποφασίζει «λάθρα ἀπολύσαι αὐτὴν». Δηλαδή τοποθετεί τον εαυτό του πάνω από τον νόμο, λέει ο Άγιος Χρυσόστομος, και αυτό ήταν σημάδι του ανθρώπου που ήταν δίκαιος. Δίκαιος στη γλώσσα της γραφής σημαίνει τον άνθρωπο που ζει πάνω από τους νόμους της φύσεως και άγεται από το πνεύμα του Θεού. Και η Αγία Παρθένος κρατάει το μυστικό και δεν λέει τίποτε στον μνήστορα Ιωσήφ, παρόλο που ήταν ο πιο έμπιστος, ο πιο κοντινός της άνθρωπος στον οποίο εμπιστεύτηκε τη διαφύλαξη, την προστασία της παρθενίας Της. Ωστόσο, δεν ομιλεί για το μυστήριο, διότι τέτοιο γεγονός ήταν ανήκουστο. Κι άμα ακολουθήσουμε όλο τον βίο της Αγίας Παρθένου, θα δούμε ακριβώς αυτό το φαινόμενο, αυτό το μυστήριο της σιωπής της και στη χαρά και στον φόβο και στη λύπη. Για παράδειγμα την ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου Ιησού ο ουρανός και η γη ενώνονται και οι Άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν και ψάλλουν: «Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις», «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Οι ποιμένες έρχονται και διηγούνται το θαύμα στην Αγία Παρθένο, οι μάγοι έρχονται και προσφέρουν δώρα, δεν είχε λόγο και η Αγία Παρθένος να πανηγυρίζει μαζί με αυτούς; Ο Ευαγγελιστής λέγει ότι δεν είπε ούτε έναν λόγο, αλλά τα πάντα συνέβαλλε και διετήρει μέσα στην καρδιά της. Μετά όταν έφερε να παρουσιάσει τον Κύριο στον ναό, στο ιερό, και τους δέχτηκε ο Θεοδόχος Συμεών, και είπε αυτή τη φοβερή και απειλητική προφητεία στην Αγία Παρθένο ότι έμελλε να διέλθει την ψυχή της ρομφαία, η Παρθένος μένει ατάραχη. Είπε επίσης μεγάλους λόγους εκεί ότι Αυτός θα είναι η σωτηρία των εθνών, η δόξα του Ισραήλ, το φως και η αποκάλυψη του λαού του Θεού. Αυτά τα λόγια ήταν τεχνικοί όροι που εσήμαιναν ότι Αυτός είναι ο σαρκοφόρος Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου, αυτός για τον οποίο μίλησαν οι προφήτες του Ισραήλ κι όμως ούτε σ’ αυτά η Αγία Παρθένος ανοίγει το στόμα της και ο Ευαγγελιστής επαναλαμβάνει ότι όλα τα ετήρει, τα εφύλαττε μέσα στην καρδιά της η Αγία Παρθένος. Την ίδια σιωπή τηρεί η Αγία Παρθένος την ημέρα της Σταυρώσεως του Κυρίου. Όταν ο Κύριος ανέβαινε τον Γολγοθά, γυναίκες λέει τον ακολουθούσαν και ήσαν οδυρόμενες και εκόπτοντο δηλαδή θρηνούσαν γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί στον Χριστό κι ο Κύριος εστράφει προς τα πίσω και τις βλέπει να κλαίνε και τους λέει, μην κλαίτε για μένα, μάλλον να κλαίτε για σας τις ίδιες και για τα παιδιά σας. Ανέβηκαν στον Γολγοθά, σταυρώθηκε ο Κύριος και όπως μας διηγείται ο αυτόπτης μάρτυρας αυτής της σταυρώσεως, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, η Παρθένος στεκόταν δίπλα στον Σταυρό, αλλά δεν αναφέρει ούτε κι ένα ρήμα της Αγίας Παρθένου, αλλά λέει ότι όλοι οι προπορευόμενοι και όλοι οι συμπαραγενόμενοι, αυτοί που ήρθαν να δουν μέχρι τέλος τι θα γίνει, δεν άντεχαν να βλέπουν τη θεωρία του Εσταυρωμένου, χτυπούσαν τα στήθη τους και έφευγαν. Ήταν τόσο λυπηρή αυτή η στιγμή, που κανένας δεν μπορούσε να την αντέξει, μόνο η Αγία Παρθένος στεκόταν στον Σταυρό εκείνη την ώρα που ο ήλιος αρνείτο να δώσει το φως του και τα μνημεία των νεκρών άνοιξαν και οι πέτρες ράγισαν και πολλά άλλα υπερφυσικά γεγονότα συνέβησαν εκείνη την ώρα. Και η Παρθένος στεκόταν με σιωπή, με σιγή δίπλα στον Σταυρό. Δεν είχε λύπη η Παρθένος, δεν είχε θλίψη στην καρδιά της; Σύμφωνα με τους λόγους των Αγίων μας, που λένε ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο πιο οδυνηρός είναι ο πόνος στην καρδιά του ανθρώπου και η Αγία Παρθένος που είχε τη μεγαλύτερη αγάπη για τον υιό της και Θεό της τον Κύριο Ιησού, είχε τον πιο μεγάλο, τον πιο βαθύ πόνο. Κι όμως δεν πρόφερε λέξη, εβύθιζε το πέλαγος της θλίψεώς της μέσα στο πέλαγος της σιωπής, της ταπεινώσεως, της εμπιστοσύνης, της πίστεως ότι αυτός ο Υιός της μέλλει να αναστηθεί εκ των νεκρών. Και έμενε ασάλευτη η Αγία Παρθένος ως τέλειο σκεύος εκλογής. Έτσι, πρέπει να το έχουμε αυτό υπόψη μας και με σιωπή να παραδίδουμε τη ζωή μας στον Θεό, ώστε να έχει δύναμη. Αυτή η παράδοση της ζωής της Παναγίας στα κρίματα του Θεού, στην πρόνοια του Θεού, έδωσε σε αυτή τη δύναμη με ένα μόνο γενηθήτω που είπε η Αγία Παρθένος, να κατεβεί ο Δημιουργός πάνω στη γη.

[Από το περιοδικό Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 79)
http://www.nyxthimeron.com/

Στάσεις αναψυχής και ανακούφισης δίπλα στην Παναγία



Γράφει ο π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ενώ διαρκεί ο επίπονος αγώνας της Μεγάλης Σαρακοστής, κάθε Παρασκευή βράδυ πραγματοποιεί στάσεις πνευματικής ανάπαυλας, αναψυχής και ανακούφισης δίπλα σ’ ένα πρόσωπο κορυφαίο και πολυαγαπημένο: την Παναγία Μητέρα του Θεού και μητέρα όλων ολόκληρης της ανθρωπότητας. 
Ο καθένας μας μάχεται -το κατά δύναμιν- στο «στάδιο των αρετών», ώστε να βραβευτούμε στο τέλος, δηλαδή κατά την λαμπρή μέρα της Ανάστασης, με τα φωτεινά δώρα του Κενού Τάφου.  Όμως αισθανόμαστε κόπωση, η μάχη με τον παλαιό εαυτό μας και το κοσμικό φρόνημα δεν είναι και τόσο εύκολη... Νοιώθουμε ασθένεια και αδυναμία... Ο αγώνας εντέλει είναι σχοινοβασία και ήδη κλυδωνιζόμαστε...
Γι’ αυτό ακριβώς καταφεύγουμε στη Μάνα μας και ήδη μπροστά Της ξεδιπλώνουμε τους προβληματισμούς, τις αστοχίες, τις πτώσεις μας, τον ιδρώτα των προσπαθειών μας για ανόρθωση. 
Εκείνη, ως η κοινή Μητέρα Θεού και Ανθρωπότητας, Μάνα της άνωθεν Αγάπης και Ειρήνης που είναι, μεσιτεύει - πρεσβεύει στον Υιό Της για χάρη μας. Ας τονισθεί εμφατικά η λέξη «χάρις», διότι η σωτηρία δεν είναι τόσο κατάκτηση προσωπική μας, αλλά κυρίως η Χάρη του Θεού επισκιάζει ελεητικά τους δικούς μας αγώνες. Δι' αυτής της οδού της χαρισματικής μετοχής μας στα του Θείου, λοιπόν, αξιωνόμαστε να κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του αυτοθυσιαζόμενου Θείου Λόγου, ο οποίος σαρκώθηκε δια της Παρθένου Μαρίας, με σκοπό την ασφαλή διέξοδο του καθενός μας από τον εωσφορικό λαβύρινθο του Χαμού, τον οποίον -ομολογουμένως- εμείς οι ίδιοι προξενούμε. 
Κατά συνέπειαν, απευθύνοντας Χαιρετισμούς αγάπης, ευγνωμοσύνης και ικεσίας προς την Παναγία, στην πραγματικότητα υμνούμε και δοξολογούμε τον εν Τριάδι Ένα Θεό, ο Οποίος δι’ Αυτής ενέργησε τη σωτηρία μας και «νυν και αεί και εις τους αιώνας», δι’ Αυτής δέχεται την μετάνοιά μας, δωρίζοντας στον αποπροσανατολισμένο κόσμο μας την Ανοχή και την Άφεση. Έτσι, κατά τον μεγάλο θεολόγο του καιρού μας, μακαριστό Μητροπολίτη Διοκλείας Κάλλιστο Γουέαρ, "η τιμή που δείχνουμε στην Θεοτόκο όχι μόνο δεν μειώνει την λατρεία μας προς τον Θεό, αλλά, ακριβώς, έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: όσο περισσότερο τιμούμε τη Θεοτόκο, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε τη μεγαλειότητα του Υιού της, επειδή τιμούμε τη Μητέρα ακριβώς λόγω του Υιού»" 
Οπότε δεν παύουμε να Την μεγαλύνουμε θριαμβικά:
«Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις,
χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε»!

http://www.nyxthimeron.com/

«Ποῖόν σοι ἐγκώμιον προσαγάγω ἐπά­ξι­ον· τί δέ ὀνομάσω σε; ἀπορῶ καί ἐξί­στα­μαι».



  Καί ἄν ὁ ἱερός καί θεόπνευστος ὑμνογράφος αἰσθάνεται ἀδυναμία νά βρεῖ ἕνα ἐγκώμιο ἀντάξιο τῆς ἁγιό­τητος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι φυσικό ἐμεῖς νά αἰσθανόμεθα ἀκόμη μεγαλύτερη ἀδυναμία γιά νά τήν ὑμνήσουμε.
  Γιατί πῶς νά ὑμνήσει κανείς τήν Παναγία Παρθένο; Πῶς νά ἐγκω­μιά­σει κανείς αὐτήν πού ἐπέλεξε ὁ ἴδιος ὁ Θεός γιά νά γίνει Μητέρα τοῦ Υἱοῦ του καί συνεργός στό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου;
  Ἄν ὅμως ὁ Υἱός της καί Θεός μας δέχεται εὐχαρίστως «ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων αἶνον», εἶναι βέβαιο ὅτι καί ἡ φιλόστοργη καρδία τῆς Παναγίας Μητέρας του δέχεται τόν τα­πεινό ὕμνο τῶν τέκνων της μέ πολλή ἀγάπη.
  Τόν δεχόταν ὅλες αὐτές τίς ἑβδο­μάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακο­στῆς, κατά τίς ὁποῖες προστρέχαμε κάθε Παρασκευή στούς ναούς μας γιά νά ψάλουμε τούς Χαιρετι­σμούς της, ἀλλά καί γιά νά τῆς ἐμπιστευθοῦμε τά αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας, ὅ,τι μᾶς ἀπασχο­λοῦ­σε, ὅ,τι μᾶς ἀνησυχοῦσε, ὅ,τι μᾶς ἔθλιβε, καί νά τήν παρακαλέσουμε νά τά μεταφέρει στόν Υἱό της καί Κύριό μας.
  Δεχόταν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί τά ἐγκώμια καί τίς παρα­κλή­σεις μας, γιατί ἡ ἀγάπη της γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι τόσο ἀπέραντη, ὥστε νύκτα καί ἡμέρα μεσιτεύει γιά μᾶς καί ἱκετεύει τόν Υἱό της γιά χάρη μας, πολύ πρίν ἐμεῖς νά ἀντι­ληφθοῦμε τί ἔχουμε ἀνάγκη καί τί πρέπει νά τῆς ζητήσουμε. Μεσιτεύει καί πρεσβεύει γιά τούς ἀνθρώπους μέ μεγαλύτερη ὅμως προθυμία καί μεγαλύτερη χαρά, ὅταν ἐμεῖς τήν ἐγκωμιάζουμε ὄχι μόνο μέ τά λόγια μας ἀλλά καί μέ τή ζωή μας.
  Γιατί, ὅπως δέν ὑπάρχει μεγαλύ­τερος ἔπαινος καί ὡραιότερο ἐγκώ­μιο γιά μιά μητέρα ἀπό τό νά προοδεύουν καί νά προ­κόπτουν τά παιδιά της, ἀκολουθώντας τίς συμ­βουλές καί τό παράδειγμά της, ὅ­πως δέν ὑπάρχει μεγαλύ­τε­ρη χαρά καί εὐχαρίστηση γιά μιά μητέρα ἀπό τό νά βλέπει τά παιδιά της νά ἐπιτυγχάνουν τόν στόχο καί τόν προορισμό τῆς ζωῆς τους, ἀναμ­φίβολα δέν ὑπάρχει καί μεγα­λύ­τερο ἐγκώμιο καί ὡραιότερος ἔπαινος γιά τήν Παναγία μας ἀπό τό νά μᾶς βλέπει νά ἀκο­λουθοῦμε τό παράδειγμα της, νά μᾶς βλέπει νά ἀκολουθοῦμε στή ζωή μας τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ της, ὅπως ἡ ἴδια μᾶς συνέστησε, ἀφήνοντας ὡς ὑποθήκη σέ ὅλους μας τήν προ­τροπή της πρός τούς διακόνους στόν γάμο τῆς Κανᾶ «Αὐτοῦ ἀκού­ετε».
  Κι ἀκόμη δέν ὑπάρχει πιό εὐάρε­στος ἔπαινος γιά τήν Παναγία μας ἀπό τό νά μᾶς βλέπει νά μιμού­μεθα τήν ὑπομονή καί τήν καρ­τε­ρία της στίς θλίψεις καί τίς δοκιμα­σίες καί νά ὑπομένουμε ὅ,τι ἐπι­τρέ­πει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ στή ζωή μας καί νά δοκιμάσει τήν πίστη καί τήν ἀντοχή μας. Νά μᾶς βλέπει νά πιστεύουμε στόν Υἱό της ὄχι μέ τά χείλη ἀλλά μέ τήν ψυ­χή, καί αὐτή τήν πίστη νά τήν μετα­τρέ­πουμε σέ ἔργα πίστεως καί ἀγάπης. Νά μᾶς βλέ­πει νά ἀγωνιζόμαστε γιά νά διατη­ροῦμε τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας. Νά μᾶς βλέπει νά καλλιερ­γοῦ­με στήν ψυχή μας τίς ἀρετές πού περι­μένει ἀπό ἐμᾶς ὁ Θεός, γιατί ἡ πνευματική εὐω­δία αὐτῶν τῶν ἀρε­τῶν εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν εὐωδία τῶν φυσικῶν ἀνθέων, τά προσφέρουμε στήν Παναγία μας καί μέ τά ὁποῖα στο­λίζουμε τήν εἰκόνα της, γι’ αὐ­τό εἶναι πιό εὐπρόσ­δε­κτα ἀπό τήν Πα­να­γία μας ἀπό τά φυ­σικά ἄνθη.
  Ἄς ἐπιλέξουμε αὐτά τά ἐγκώμια καί ἄς τά προσφέρουμε στήν Ὑπε­ρα­γία Θεοτόκο ὄχι μόνο αὐτήν τήν περίοδο ἀλλά σέ ὅλη μας τή ζωή γιά νά ἔχουμε πάντοτε τή χάρη καί τήν εὐλογία της. Ἰδιαίτερη ὅμως τήν περίοδο αὐτή ἄς ἀγωνισθοῦμε ἀκόμη περισσότερο, ἄς καθάρουμε τόν ἑαυτό μας, ἄς προσευχηθοῦμε περισσότερο στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, γιά νά τήν ἔχουμε μεσίτρια πρός τόν Υἱό της καί ὁδηγό στήν πορεία μας πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάστασή του.

Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων
https://proskynitis.blogspot.com/

Αυτή είναι η Παναγία, που ακούει τις προσευχές των σιωπηλών, που ενώ δεν μιλάς ξέρει τι λες...



Πόσες φορές δεν στάθηκα μπροστά στην εικόνα Της, στο καντήλι της και δεν είχα τίποτε απολύτως να της πω. Κενό, τίποτα, όλος, μάτια, όλος δάκρυα..
Λέξη δεν έβγαινε από τα ξεραμένα χείλη μου. Λέξη από τα ταραγμένο μου μυαλό.
Είναι τότε που ο πόνος σε κλειδώνει, που σε παγώνει στον πιο βαρύ χειμώνα της καρδιάς σου.
Σιωπή, βλέμμα κενό, καρδιά παραλυμένη.
Όταν πονάς δεν μιλάς, σιωπάς και είναι τόσο δυνατές οι κραυγές σου που δεν ακούγονται.
Έχω δει χείλη να πάλλονται δίχως να μιλάνε. Φωνές να βραχνιάζουν δίχως να λένε λέξη. Όλος ο άνθρωπος γίνεται μάτια, όλο το σώμα μια κραυγή, μια φωνή δίχως ήχο.
Σιωπή, σώμα σε στάση προσευχής, σε κατάσταση αναμονής…
Πόσες φορές προσευχήθηκα σε αυτή την απόλυτη σιωπή. Σε αυτά τα κρύα πατώματα της μοναξιάς σε νύχτες που έμοιαζαν αξημέρωτες.
Μόνη παρέα το εικόνισμα της Παναγίας, μια αγκαλιά, ένα χάδι Μάνας, μια ζεστή αγκαλιά και ένας ήχος στο αυτί «σσσσσσς, όλα θα πάνε καλά…….».
Αυτή είναι η Παναγία, που ακούει τις προσευχές των σιωπηλών, που ενώ δεν μιλάς ξέρει τι λες, που δίχως να εξηγείς ξέρει τι νιώθεις και σε καταλαβαίνει.
Σε αυτή την μάνα της σιωπής προσευχήθηκα και σήμερα, προσευχηθήκαμε όλοι, ακόμη και αυτοί που δεν πήγαν εκκλησία.
Άκουσε τις σιωπές μας, ένιωσε τα πένθη και τις απώλειες μας. Τις θλίψεις και τα άγχη μας, τους φόβους και πανικούς μας, τις ματαιώσεις και απογοητεύσεις μας.
Και να είστε για ένα σίγουροι, όσο οι άνθρωποι θα σας σταυρώνουν ο Θεός θα σας ανασταίνει.
Όσο οι άνθρωποι θα σας πληγώνουν ο Χριστός θα σας συντροφεύει, όσο οι άνθρωποι θα ματαιώνουν τα όνειρα σας, η Παναγία θα γίνεται η πλατυτέρα της καρδιάς σας, που μέσα στο πλάτεμα της αγκαλιά Της θα χωράμε όλοι, προδότες και προδομένοι…

Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής
https://proskynitis.blogspot.com/

ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ, ΧΑΙΡΕ Η ΜΟΝΗ ΒΛΑΣΤΗΣΑΣΑ



 Ο Ακάθιστος Ύμνος, εκτός από τη σύνδεσή μας με την ιστορία του Γένους μας, καθώς μας υπενθυμίζει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους το 626 μ.Χ. και τη σωτηρία της χάρις στην θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου, προς τιμήν της οποίας όλος ο λαός έψαλλε το κοντάκιο αυτό όρθιος (Ακάθιστος), είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να θυμηθούμε ότι η παράδοση δεν υπάρχει από μόνη της, εάν δεν έχει να στηριχθεί να πατήσει σε πνευματικές βάσεις.
   Στην περίπτωση του Ακαθίστου Ύμνου είναι το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, ο ρόλος που η Υπεραγία Θεοτόκος διαδραμάτισε, αλλά και το γεγονός ότι ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, ανεβάζει τον άνθρωπο εις ουρανόν. Σ’ αυτό το θαυμαστό μυστήριο μόνο η ποίηση μπορεί να αποδώσει την αλήθεια. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι μονοσήμαντος. Αφήνει στον αναγνώστη του να δώσει απαντήσεις. Ο καθένας μας μπορεί να πατήσει στην ιστορία και την παράδοση, να απολαύσει τη γλώσσα, κυρίως όμως το ερώτημα στο οποίο καλείται να δώσει απάντηση είναι το «σε μένα τι έχει να πει;». Ξεκινώντας από το σύνολο, την κοινότητα, ο ύμνος αγγίζει το πρόσωπο, τον άνθρωπο, τον καθέναν. Αλλιώς, είναι μία τελετουργία η οποία μένει στην επανάληψη. Στο κάλλος της συνήθειας, όχι όμως της αλλαγής μας, για την οποία είμαστε υπεύθυνοι.
Στον κανόνα του Ύμνου ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μεταξύ άλλων, αναφωνεί προς την Παναγία: «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσας. Το μήλον το εύοσομον, χαίρε η τέξασα, το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως. Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα» (Α’ Ωδή).
 «Χαίρε, συ που βλάστησες το τριαντάφυλλο που δεν μαραίνεται ποτέ, δηλαδή τον Κύριο. Χαίρε, συ που γέννησες το μήλο το οποίο ευωδιάζει, συ, που γέννησες Εκείνον που αποτελεί την ευωδία την οποία οσφραίνεται ο Βασιλιάς των όλων Θεός. Χαίρε, συ που δεν έλαβες πείρα γάμου, συ, που είσαι η σωτηρία του κόσμου» (Αρχιμ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος).
«Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα». Τι τολμηρή παρομοίωση στ’ αλήθεια! Ο Χριστός παρομοιάζεται με το τριαντάφυλλο , όχι όμως το φυσικό, αλλά το υπέρ την φύσιν, που δεν μαραίνεται ποτέ. Κακία και δόλος δεν βρέθηκε στο στόμα Του. Τα πάντα επάνω του ήταν αγάπη. Ακόμη και τα δύσκολα που έλεγε και έπραττε για κάποιους, αγάπη ήταν. Όποιος και όποια Τον πλησίαζαν, έβλεπαν το κάλλος, το οποίο ανέδυε εκ μέρους Του, κάλλος Θεϊκό. Και την ίδια στιγμή, ένιωθαν ότι ο Θεός έστειλε Κάποιον ο Οποίος ήταν ένα με τους ανθρώπους, όχι για να κάνει επίδειξη δύναμης, αλλά για να μοιραστεί την αγάπη της ύπαρξής Του. Και δεν μαράθηκε ποτέ. Ούτε ακόμη όταν έλαβε εκούσια τον θάνατο. Διότι και πάλι αναστήθηκε, αφού κήρυξε εν Άδη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού. Δεν μαραίνεται η Βασιλεία του Θεού ποτέ. Δεν σκοτίζεται το φως το αληθινό. Δεν δύει το κάλλος, ακόμη κι αν η κακία των ανθρώπων δίνει την αίσθηση ότι έκρυψε την παρουσία του Θεανθρώπινου Προσώπου. Και είναι η Παναγία η μόνη που βλάστησε την άληκτο Ζωή. Οι άνθρωποι γεννούμε παιδιά, τα οποία ακολουθούν την φυσική εξέλιξη του χρόνου και της ζωής. Τα ρόδα θα μαραθούν. Ο Χριστός είναι εις τον αιώνα χθες και σήμερον ο Αυτός.
«Το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα». Το μοναδικό μήλο το οποίο είναι ευωδιαστό για πάντα γέννησε η Παναγία. Τα εκ της φύσεως μήλα είναι εύοσμα όσο βρίσκονται στο δέντρο. Μετα, ο χρόνος σταδιακά σβήνει την ευωδία. Ο Χριστός, ως μήλον εύοσμον, παραμένει ταυτόχρονα στο δέντρο της κοινωνίας των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος και γι’ αυτό δεν μαραίνεται ποτέ, διότι είναι Θεός, αλλά και κόβει ο Ίδιος τον εαυτό Του από το δέντρο, παραμένοντας με τρόπο μυστικό και ανερμήνευτο λογικά επάνω του, διδόμενος ως εύοσμο μήλο στους ανθρώπους, για να Τον οσφρανθούν και να μεθύσουν από τη χαρά της ευωδίας, για να Τον γευτούν ως τροφή η οποία στηρίζει και ανακαινίζει την κουρασμένη από την αμαρτία, αλλά και τις μέριμνες της ζωής, τις ήττες και τις αποτυχίες, τις αγωνίες και τους φόβους, ύπαρξη, κι ενώ «εσθίεται», «ουδέποτε δαπανάται», δεν ξοδεύεται, δεν τελειώνει, καθώς το μήλο γίνεται το Σώμα και το Αίμα του, «αγιάζον τους εσθίοντας» στη θεία λειτουργία.
«Το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως». Και αυτό το ευωδιαστό μήλο το οσφραίνεται ο Θεός, ως βασιλιάς των όλων, διότι Αυτός το απέστειλε, αλλά και την ίδια στιγμή επάνω Του αποτυπώνονται χωρίς τέρμα οι δυνατότητες που δόθηκαν στην ανθρώπινη φύση από την αρχή της Δημιουργίας, να είναι δηλαδή εγκεντρισμένος ο άνθρωπος στο ξύλο της ζωής, της αγάπης που γίνεται αθανασία, πνευματική και σωματική, και ομοίωση κατά χάριν Θεού. Πρώτη η Παναγία γίνεται το οσφράδιο του πάντων Βασιλέως, του Υιού και Θεού της. Διότι τελικά, όπως εκείνη, έτσι κι εμείς μπορούμε να εκπληρώσουμε το νόημα της ζωής και τον προορισμό μας: να γίνουμε τέκνα Θεού. Η αμαρτία, ο πνευματικός θάνατος, το εγωτικό θέλημα μάς κάνουν να αποκοπτόμαστε από το δέντρο του Θεού και όλα επάνω μας σταδιακά φθείρονται και αποκτούν την αποφορά και την δυσοσμία του θανάτου. Όμως, η επάνοδός μας, όπως η Παναγία πρώτη, στον Θεό διά του Χριστού και της κοινωνίας μαζί Του, κάνουν όλα τα χαρίσματά μας, το πρόσωπό μας συνολικά, ως σωματοψυχική ύπαρξη, να ξαναβρίσκει την ευωδία της αγάπης και της αιωνιότητας, όπως μάς την έδωσε και συνεχώς μας την ξαναδίνει ο Χριστός.
«Χαίρε, απειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα». Δεν έλαβε τον γάμο τον ανθρώπινο η Παναγία. Έγινε Μάνα, άνευ ανδρός. Δεν βίωσε την χαρά, αλλά και τη φθορά της ανθρώπινης σχέσης, αλλά αξιώθηκε να ζήσει τη χάρη της κοινωνίας με τον Ίδιο τον Θεό, να γίνει η Μάνα του Θεού και γι’ αυτό δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν άνθρωπο, αλλά σε όλους, είναι η Μάνα όλων μας. Δεν δοκίμασε τη φθορά που η καθημερινότητα προκαλεί σωματικά και ψυχικά στους ανθρώπους που ζούνε μαζί στο μυστήριο του γάμου, που δυσκολεύει τη χαρά της αγάπης. Δεν το χρειαζόταν. Υπερέβη την φύση. Και γι’ αυτό, με τις πρεσβείες της σώζει τον κόσμο εκ της φθοράς. Δείχνει τον Χριστό ως Εκείνον που μας βοηθά να αντέχουμε. Εκείνον που σηκώνει τις ήττες της συνήθειας και της αποτυχίας σε κάθε σχέση, για να μας αγιάσει με την αγάπη Του και να κάνει και τους άλλους άγιους κοντά μας, αρκεί να το θέλουμε και να το επιζητούμε στη ζωή και τον τρόπο της Εκκλησίας.
Στην Εκκλησία, όλα τα της Παναγίας βιώνονται και πάλι από τον καθένα και την καθεμιά μας. Γι’ αυτό και ο Ακάθιστος Ύμνος, τελικά, είναι ένα μεγαλείο υπενθύμισης της δικής μας ανάγκης για ανακαίνιση, με μπροστάρη μας την Παναγία, την Υπέρμαχο Στρατηγό. Ας την ακολουθήσουμε στην οδό του Χριστού!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
19 Απριλίου 2024-Ακάθιστος Ύμνος
https://proskynitis.blogspot.com/

Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης



Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾶ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει  ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.
- Μὲ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπὴ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος. Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δύο, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἥττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους. Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.
Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβὴ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους. Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δέκα ἕξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων. Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς. Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε: «Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾶς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη».
Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο. Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι  ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας.
Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά: «Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο».
Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε  πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ἦλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΗ´ 1 - 5
1 Προφάσεις ζητεῖ ἀνὴρ βουλόμενος χωρίζεσθαι ἀπὸ φίλων, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ ἐπονείδιστος ἔσται. 2 οὐ χρείαν ἔχει σοφίας ἐνδεὴς φρενῶν, μᾶλλον γὰρ ἄγεται ἀφροσύνῃ. 3 ὅταν ἔλθῃ ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ, επέρχεται δὲ αὐτῷ ἀτιμία καὶ ὄνειδος. 4 ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς. 5 θαυμάσαι πρόσωπον ἀσεβοῦς οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐκκλίνειν τὸ δίκαιον ἐν κρίσει.

Νεοελληνική απόδοση:
Προφάσεις ζητεῖ νὰ εὕρῃ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θέλει νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς φίλους του. Ὁ τοιοῦτος ὅμως θὰ εἶναι πάντοτε ἄξιος καταφρονήσεως. 2 Δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην τῆς θείας σοφίας καὶ τοῦ ἄνωθεν φωτισμοῦ ὁ μωρὸς καὶ πτωχὸς ἀπὸ μυαλὰ ἄνθρωπος, διότι ἄγεται καὶ φέρεται περισσότερον ἀπὸ τὴν ἀφροσύνην του. 3 Ὅταν ὁ ἀσεβὴς ἀποσείσῃ κάθε φόβον Θεοῦ καὶ προχωρήσῃ πολὺ εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ φθάσῃ εἰς βάθος πολλῶν κακῶν, τότε, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται τύψεις συνειδήσεως, καταφρονεῖ τοὺς πάντας, ἔρχεται δὲ κατεπάνω του τότε ἡ ἀτιμία καὶ ἡ ἐντροπή. 4 Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, ὅταν ἐμποτίσῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται ὕδωρ βαθὺ καὶ ἀνεξάντλητον. Ποταμὸς δὲ ἀναπηδᾷ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πηγὴ τρέχει διαρκῶς, ἡ ὁποία σκορπίζει ζωήν. 5 Τὸ νὰ θαυμάσῃ κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀσεβοῦς, δὲν εἶναι ὀρθὸν πρᾶγμα. Οὔτε εἶναι σύμφωνον μὲ τὴν θείαν δικαιοσύνην καὶ ἁγιότητα νὰ διαστρέψῃς τὸ δίκαιον καὶ νὰ προσωποληπτήσῃς κατὰ τὴν ὥραν τῆς δίκης.