Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Σχετικά μέ τό νά μήν ἀπελπιζόμαστε


Ἅγιος Ἀμφιλόχιος (Ἐπίσκοπος Ἰκονίου)

Κάποιος ἀδελφός νικήθηκε ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας καί ἔκανε τήν ἁμαρτία καθημερινά., ἀλλά καί καθημερινά ζητοῦσε ἔλεος ἀπό τόν Κύριό του μέ δάκρυα καί προσευχές. Ἐνεργώντας λοιπόν ἔτσι, τόν ξεγελοῦσε ἡ κακή συνήθεια, καί ἔκανε τήν ἁμαρτία· ἔπειτα πάλι, μετά τήν ἁμαρτία, πήγαινε στήν ἐκκλησία, καί βλέποντας τήν ἱερή καί σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔπεφτε μπροστά της μέ πικρά δάκρυα καί ἔλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, καί πάρε ἀπό ἐπάνω μου αὐτόν τόν ὕπουλο πειρασμό, γιατί μέ ταλαιπωρεῖ φοβερά καί μέ τραυματίζει μέ τίς πικρές ἡδονές. Δέν ἔχω πρόσωπο, Κύριε, νά ἀντικρύσω καί νά δῶ τήν ἁγία εἰκόνα σου καί τήν ὑπέρλαμπρη μορφή τοῦ προσώπου σου, ὥστε νά γλυκαθεῖ ἡ καρδιά μου».

Τέτοια ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.

Βλέπετε ἀδελφοί, τήν ἄμετρη ἀνοχή καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς κάθε φορὰ δείχνει μακροθυμία καί καλοσύνη, ὑπομένοντας τίς βαριές ἀνομίες καί ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτό πού συγκλονίζει καί προκαλεῖ θαυμασμό σχετικά μέ τήν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός, ἐνῶ ὑποσχόταν καί συμφωνοῦσε νά μήν ξανακάνει τήν ἁμαρτία, ἀποδεικνυόταν ψεύτης.

Μία μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἁμαρτία, πῆγε τρέχοντας στήν ἐκκλησία, θρηνώντας καί στενάζοντας καί κλαίγοντας καί βιάζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθώς λοιπόν ὁ ἀδελφός παρακαλοῦσε τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφή τῶν ψυχῶν μας, εἶδε ὅτι τίποτε δέν κάνει, ἀλλά ὅσο αὐτός ἔραβε μέ τήν ἁμαρτία, ὁ ἀδελφός τά ξήλωνε μέ τή μετάνοια. Μέ θράσος λοιπόν τοῦ παρουσιάστηκε φανερά καί, στρέφοντας τό πρόσωπό του πρός τή σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τί θά γίνει μ’ ἐμᾶς τούς δύο, Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μέ νικᾶ καί μέ ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αὐτόν τόν πόρνο, τόν ἄσωτο, πού κάθε μέρα σοῦ λέει ψέματα καί δέν λογαριάζει τήν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπόν δέν τόν καῖς, ἀλλά μακροθυμεῖς καί τόν ἀνέχεσαι; Ἐσύ πρόκειται νά δικάσεις τοῦ μοιχούς καί τούς πόρνους καί νά ἐξολοθρεύσεις ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δέν εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλά ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καί παραβλέπεις. Ἐμένα, γιά τή μικρή παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μέ ἔριξες ἀπό τόν οὐρανό κάτω· καί αὐτός εἶναι ψεύτης καί πόρνος καί ἄσωτος, καί ἐπειδή πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τήν εὐμένειά σου. Γιατί λοιπόν σέ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καί ἐσύ χαρίζεσαι σέ πρόσωπα ἀπό τήν πολλή σου ἀγαθότητα καί παραβλέπεις τό δίκαιο». Καί αὐτά ὁ διάβολος τά ἔλεγε πνιγμένος ἀπό τήν πολλή πίκρα του καί βγάζοντας φλόγες καί καπνό ἀπό τά ρουθούνια του.

Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά ὁ διάβολος, σώπασε· καί ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνή σάν ἀπό τό ἅγιο βῆμα νά λέει: «Παμπόνηρε καί ὀλέθριε δράκοντα, δέν χόρτασε ἡ κακία σου πού κατάπιες ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί αὐτόν πού κατέφυγε στό ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νά τόν ἁρπάξεις καί νά τόν καταπιεῖς; Ἔχεις νά παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποὺ νά ζυγίζουν βαρύτερα ἀπό τό πολύτιμο αἷμα ποὺ ἔχυσα γι’ αὐτόν ἐπάνω στόν σταυρό; Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τίς ἁμαρτίες του. Καί ἐσύ βέβαια, ὅταν αὐτός πηγαίνει στήν ἁμαρτία, δέν τόν διώχνεις, ἀλλά τόν δέχεσαι μέ χαρά καί δέν τόν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τόν ἐμποδίζεις, γιατί ἐλπίζεις νά τόν κερδίσεις. Ἐγώ λοπόν, πού εἶμαι τέτοιος σπλαχνικός καί φιλάνθρωπος, πού ἔδωσα ἐντολή στόν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νά συγχωρεῖ ὥς ἑβδομήντα φορές τό ἑπτά αὐτόν πού ἁμαρτάνει καθημερινά, ἄραγε δέν θά συγχωρήσω καί δέν θά τόν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω· καί ἐπειδή καταφεύγει σ’ ἐμένα, δέν θά τόν ἀποστραφῶ, ὥσπου νά τόν πάρω δικό μου· γιατί ἐγώ γιά τούς ἁμαρτωλούς σταυρώθηκα καί γι’ αὐτούς ἅπλωσα τά ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, νά καταφεύγει σ’ ἐμένα καί σώζεται. Κανέναν δέν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω· ἀκόμη καί μύριες φορές τή μέρα νά ἁμαρτήσει κάποιος καί μύριες φορές νά ἔρθει σ’ ἐμένα, δέν θά φύγει λυπημένος. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς ἐνάρετους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».

Μόλις ἀκούστηκαν αὐτά τά λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στή θέση του τρέμοντας, χωρίς νά μπορεῖ νά φύγει. Καί ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: « Ἄκουσε, ἀπατεώνα, καί σχετικά μέ αὐτό πού εἶπες, ὅτι δηλαδή εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγώ εἶμαι δίκαιος σέ ὅλους, καί σέ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μέ αὐτή τόν κρίνω. Δές, λοιπόν· αὐτόν τόν βρῆκα τώρα σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή, πεσμένο μπροστά στά πόδια μου καί νικητή σου. Θά τόν πάρω λοιπόν καί θά σώσω τήν ψυχή του, ἐπειδή δέν ἀπελπίστηκε γιά τή σωτηρία του. Καί ἐσύ, βλέποντας τήν τιμή πού τοῦ κάνω, νά σουβλιστεῖς ἀπό τόν φθόνο σου καί νά καταντροπιαστεῖς».

Καί ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφός πεσμένος μπρούμυτα καί θρηνοῦσε, παρέδωσε τήν ψυχή του· καί ἀμέσως ἦρθε ὀργή μεγάλη σάν φωτιά καί ἔπεσε ἐπάνω στόν σατανᾶ καί τόν κατέκαιγε. Ἀπό αὐτό λοιπόν ἄς μάθουμε, ἀδελφοί, τήν ἄμετρη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί πόσο καλό Κύριο ἔχουμε, καί ποτέ νά μήν ἀπελπιστοῦμε ἤ νά ἀμελήσουμε τή σωτηρία μας.

Κάποιος ἄλλος πάλι πού μετανόησε μετά τήν ἁμαρτία ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία· συνέβη ὅμως τότε νά χτυπήσει σέ πέτρα καί νά πληγωθεῖ στό πόδι, καί τόσο αἷμα νά τρέξει ἀπό τήν πληγή, ὥστε νά ξεψυχήσει ἀπό τόν αἱμοραγία. Ἦρθαν λοιπόν οἱ δαίμονες θέλοντας νά πάρουν τήν ψυχή του· καί τούς λένε οἱ ἄγγελοι: «Κοιτάξτε στήν πέτρα καί δεῖτε τό αἷμα του πού ἔχυσε γιά τόν Κύριο». Καί μέ αὐτό πού εἶπαν οἱ ἄγγελοι, ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ ψυχή.

Σέ κάποιον ἀδερφό πού ἔπεσε σέ ἁμαρτία, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς καί εἶπε: «Δέν εἶσαι χριστιανός». Ὁ ἀδελφός τοῦ ἀποκρίθηκε: «ὅποιος καί νά εἶμαι, πάντως εἶμαι καλύτερός σου». Ὁ σατανᾶς εἶπε πάλι: «Σοῦ λέω, θά πᾶς στήν κόλαση». Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Δέν εἶσαι ἐσύ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου». Ἔτσι ὁ σατανᾶς ἔφυγε ἄπρακτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός ἔδειξε εἰλικρινῆ μετάνοια στόν Θεό καί ἔγινε ἄξιος.

Ἕνας ἀδελφός ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπό λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νά κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τόν κόσμο καί ὅτι δέν μπορῶ νά σωθῶ». Καί ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦμε νά μποῦμε στή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας στήν ἔρημο παρά νά γυρίσουμε πίσω στή Αἴγυπτο».

Ἄλλος ἀδελφός ρώτησε τόν ἴδιο γέροντα: «Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης ὅταν λέει: ‘‘ Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτό σωτηρία ἀπό τόν Θεό του’’;» καί ὁ γέροντας εἶπε: «Ἐννοεῖ τούς λογισμούς τῆς ἀπελπισίας πού σπέρνονται ἀπό τούς δαίμονες σέ αὐτόν πού ἁμάρτησε καί τοῦ λένε• ‘‘Δέν ὑπάρχει πιά γιά σένα σωτηρία ἀπό τόν Θεό’’, καί προσπαθοῦν νά τόν γκρεμίσουν στήν ἀπελπισία. Αὐτούς πρέπει κανείς νά τούς ἀντιμάχεται λέγοντας• ‘‘ Καταφύγιό μου εἶναι ὁ Κύριος, καί αὐτός θά ἐλευθερώσει ἀπό τήν παγίδα τά πόδια μου’’».

Κάποιος ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε ὅτι στήν Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε ἕνα ἀσκητήριο παρθένων. Μία ἀπό αὐτές, ἀπό ἐνέργεια τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἔπεσε σέ πορνεία, καί ἔμεινε στό πάθος αὐτό ἀρκετό καιρό. Κάποτε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, μετανόησε καί γύρισε στό κοινόβιό της. Καί φτάνοντας μπροστά στήν πύλη, ἔπεσε νεκρή.

Ὁ θάνατός της ἀποκαλύφθηκε σέ κάποιον ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶδε τούς ἁγίους ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή της, καί δαίμονες πού τούς ἀκολουθοῦσαν. Στόν διάλογο πού ἔγινε μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἔλεγαν ὅτι γύρισε μέ μετάνοια. Οἱ δαίμονες πάλι ἀντέλεγαν: «Τόσο καιρό εἶναι ὑποδουλωμένη σ’ ἐμᾶς καί εἶναι δική μας· ἄλλωστε δέν πρόλαβε οὔτε νά μπεῖ στό κοινόβιο, καί πῶς λέτε ὅτι μετανόησε;» καί εἶπαν οἱ ἄγγελοι: «Ἀπό τή στιγμή πού εἶδε ὁ Θεός τήν πρόθεσή της νά ἔχει κλίση στόν σκοπό αὐτό, δέχτηκε τή μετάνοιά της· καί ἡ μετάνοια βέβαια ἦταν στήν ἐξουσία της, λόγω τοῦ σκοποῦ πού ἔβαλε, ἡ ζωή της ὅμως ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος». Μέ τά λόγια αὐτά ντροπιάστηκαν οἱ δαίμονες καί ἔφυγαν. Καί αὐτός πού εἶδε τήν ἀποκάλυψη, τή διηγήθηκε στούς παρόντες.

Ὁ ἀββάς Ἁλώνιος εἶπε ὅτι, ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδι νά φτάσει σέ θεῖα μέτρα.

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Ἔστω ὅτι κάποιος δέρνει τόν δοῦλο του γιά κάποιο σφάλμα ποὺ ἔκανε· τί θά πεῖ ὁ δοῦλος;». Ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας: «Ἄν εἶναι δοῦλος καλός, θά πεῖ· ‘‘Σπλαχνίσου με ἔσφαλα’’». «Δέν λέει τίποτε ἄλλο;» ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. «Τίποτε», ἀπάντησε ὁ γέροντας· «γιατί ἀπό τή στιγμή πού θά ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του καί θά πεῖ ὅτι ἔσφαλε, ἀμέσως τόν σπλαχνίζεται ὁ κύριος του».

Κάποιος ἀδελφός εἶπε στόν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἄν πέσω σέ ἀξιοδάκρυτο παράπτωμα, μέ κατατρώει ὁ λογισμός μου καί μέ κατηγορεῖ πού ἔπεσα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ἄν, τήν ὥρα πού ἄνθρωπος πέσει σέ σφάλμα, πεῖ ‘‘ἁμάρτησα’’, ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».

Κάποιας νέας, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς καί ἔμεινε ὀρφανή. Αὐτή τότε μετέτρεψε τό σπίτι της σέ ξενώνα τῶν πατέρων τῆς Σκήτης καί γιά πολύ καιρό τούς δεχόταν καί τούς φιλοξενοῦσε. Ὅταν ὅμως ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἄρχισε νά στερεῖται. Τήν πλησίασαν τότε ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί τήν ἔβγαλαν ἀπό τόν καλό δρόμο. Καί ζοῦσε πλέον ἁμαρτωλά,. Ἔτσι πού κατάντησε καί στήν πορνεία.

Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ καί κάλεσαν τόν ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό καί τοῦ εἶπαν: «Ἀκούσαμε γιά τήν τάδε ἀδελφή ὅτι ζεῖ στήν ἁμαρτία. Αὐτή, ὅταν μποροῦσε, εἶχε δείξει ἀγάπη σ’ ἐμᾶς· ἄς τή βοηθήσουμε καί ἐμεῖς τώρα, ὅπως μποροῦμε. Κάνε λοιπόν τόν κόπο νά πᾶς σέ αὐτήν καί μέ σοφία πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, φρόντισε γιά τή διόρθωσή της».

Πῆγε λοιπόν ὁ γέροντας σέ αὐτήν, καί εἶπε στή γριά πού φύλαγε στήν πόρτα: «Πές στήν κυρία σου ὅτι ἦρθα». Ἐκείνη τόν ἔδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς παλιά τῆς τά φάγατε ὅλα καί τώρα εἶναι φτωχή». Ὁ γέροντας ἐπέμενε: «Πές της, καί θά δεῖ πολύ καλό ἀπό ἐμένα». Ἀνέβηκε λοιπόν ἡ γριά καί ἀνέφερε στή νέα γιά τόν γέροντα. Ἀκούγοντάς την ἐκείνη εἶπε: «Αὐτοί οἱ μοναχοί ὅλο γυρίζουν κατά τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε στή θυρωρό: «Φέρε τον ἐδῶ».

Ὅταν μπῆκε ὁ ἀββάς Ἰωάννης, κάθισε κοντά της καί, κοιτώντας την στό πρόσωπο, τῆς εἶπε: «Τί σέ ἔκανε νά ἀπορρίψεις τόν Ἰησοῦ, ὥστε νά φτάσεις σέ αὐτή τήν κατάσταση;» Αὐτή, ἀκούγοντας τά λόγια του, πάγωσε· καί ὁ γέροντας, σκύβοντας τό κεφάλι, ἄρχισε νά κλαίει πικρά. «Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς;» τόν ρώτησε. Αὐτός σήκωσε λίγο τό κεφάλι του, καί σκύβοντας πάλι εἶπε: «Βλέπω τόν σατανᾶ νά χορεύει στό πρόσωπό σου, καί πῶς νά μήν κλάψω;» «Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;» ρώτησε ἡ κόρη. «Ναί», τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Καί ἐκείνη πρόσθεσε: «Πάρε με, ὅπου νομίζεις». «Πᾶμε», εἶπε ὁ γέροντας, καί αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ γέροντας παρατήρησε ὅτι δέν ἄφησε καμιά παραγγελία γιά τό σπίτι της καί θαύμασε.

Κοντεύοντας στήν ἔρημο, τούς πρόλαβε τό βράδυ. Καί ὁ γέροντας τῆς ἑτοίμασε ἕνα μικρό προσκέφαλο, τό σταύρωσε καί τῆς εἶπε νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἔκανε ἔπειτα καί γιά τόν ἑαυτό του πιό πέρα καί ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές του πλαγίασε καί αὐτός.

Τά μεσάνυχτα ξύπνησε καί βλέπει κάτι σάν δρόμο ἀπό φῶς νά ξεκινᾶ ἀπό αὐτήν καί νά καταλήγει στόν οὐρανό, καί εἶδε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβάζουν τήν ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε καί τή σκούντηξε μέ τό πόδι. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦταν νεκρή, γονάτισε μέ τό πρόσωπο στή γῆ καί παρακαλοῦσε τόν Θεό. Καί ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς μετανοίας της ἔγινε δεκτή περισσότερο ἀπό τή μετάνοια πολλῶν ἄλλων, πού διαρκεῖ πολύν καιρό ἀλλά δέν ἔχει θέρμη.

http://theomitoros.blogspot.gr/

Γενηθήτω το θέλημά ΜΟΥ!


Κάποτε ένας χριστιανός πήγε σε ένα γέροντα να τον παρακαλέσει να προσευχηθεί στον Θεό για να του πραγματοποιήσει κάποια χάρη που ζητούσε. Αφού επέμενε, ο γέροντας άρχισε να προσεύχεται:

"Πάτερ ἡμών ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,ἀγιασθήτω τὸ όνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γενηθήτω τὸ θέλημά ΜΟΥ "
-Μα τι λες γέροντα, δε λέει έτσι!
-Μα εσύ παιδί μου, του είπε ο γέροντας , δε ζητάς να γίνει το θέλημα του Θεού, αλλά το δικό σου!
Ο χριστιανός το κατάλαβε και μετανόησε...

http://theomitoros.blogspot.gr/

Ο Θεός ποτίζει τη δίψα για αγάπη


Κάθε διψασμένο για απάτη ποτίζει ο πονηρός.

Με τον ερχομό μας σ’ αυτή τη ζωή ξεκινάμε μια εξαντλητική πορεία προς το άγνωστο. Καθημερινά διψάμε και αποκάμνουμε από την κόπωση και τον ιδρώτα του ανηφορικού μας Γολγοθά. Και η δίψα μας είναι διπλή, σωματική και ψυχική, αφού ως άνθρωποι έχουμε σώμα και ψυχή. Και όπως διψάει το σώμα και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νερό, έτσι διψάει και η ψυχή. Ποιά, όμως, είναι η δίψα της; Μα οι ευγενείς πόθοι, οι επιθυμίες και τα όνειρα. Αν στα ζώα πετάξεις λίγο σανό μένουν ευχαριστημένα, τον άνθρωπο, όμως, μπορεί να τον βάλεις μέσα σε παλάτι, μπορεί να του δώσεις όλα τα υλικά αγαθά, μπορεί να τον ντύσεις με μετάξια και πορφύρες και να παραμένει ανικανοποίητος. Τούτο συμβαίνει γιατί αυτός ζητάει κάτι ανώτερο, κάτι υψηλότερο...
Ο Δημιουργός και Θεός μας έχει μεριμνήσει τόσο για το ξεδίψασμα του σώματός μας όσο και της ψυχής μας. Στην πορεία μας έχει δημιουργήσει πηγές με ολόδροσο νερό, που ευφραίνει και δυναμώνει σωματικά τους οδοιπόρους της ζωής. Δεν φτάνουν, όμως, μόνο λίγες πηγές, γιατί το ξεδίψασμά μας είναι προσωρινό. Μετά από λίγο θα θελήσουμε πάλι να πιούμε νερό και μέχρι το τέλος της πορείας μας θα χρειασθούμε αμέτρητες πηγές, για να μην πεθάνουμε από τη δίψα. Για το ξεδίψασμα των ψυχών χρειάζεται νερό άϋλο, νερό τονωτικό μεγάλης διάρκειας, και γι’ αυτό μας προσφέρεται ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, ο γλυκύτατος Ιησούς μας, ο οποίος είναι η πηγή της ζωής και μας φωνάζει: «Ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ 37). Όποιος διψάει ας έρθει σ’ Εμένα και ας πιεί. Και όποιος πιεί από το νερό, που Εγώ θα του δώσω «ου μη διψήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. δ 14), δεν πρόκειται να ξαναδιψάσει μέχρι το τέλος της ζωής του, που θα τον φέρει κοντά Μου, στην ουράνια Βασιλεία Μου.


Δεν είναι τραγικό να έχουμε δίπλα μας ολόδροσα, τρεχούμενα νερά, να μας περιβάλλουν καταρράκτες χάριτος, και εμείς να καιγόμαστε από δίψα; Να βλέπουμε τα νερά και να μην τα πλησιάζουμε; Να διψούμε μέχρι θανάτου και να μην σκύβουμε να πιούμε από το νερό που μας προσφέρεται πλούσια από το Χριστό μας, τον μόνο που μας αγαπά ειλικρινά και θέλει τη σωτηρία μας;
Δυστυχώς για εμάς τους ανθρώπους κυριαρχεί το αναπάντητο ερώτημα: Αλήθεια, διψάμε για το «ύδωρ το ζων» (Ιωάν. δ 11), διψάμε για αλήθεια, για δικαιοσύνη, για αγάπη, για ειλικρίνεια, για ειρήνη; Διψούμε για ζωή, μιας άλλης ποιότητας; Αν ναι, τότε διψάμε για Χριστό και Εκείνος μας ποτίζει με το το νερό της χάριτός Του, της παντοτινής χαράς, της θεϊκής Του δυνάμεως, της υγείας, της επιζητήσεως της αιωνιότητος. Αν όχι τότε προσπαθούμε να σβήσουμε τη δίψα μας με διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες, με διασκεδάσεις, με ξέφρενο κυνήγι χρημάτων, φήμης και δόξας που δεν μας συνοδεύει μετά το θάνατό μας, αφού είναι δόξα πρόσκαιρη, δόξα που την παρασύρει σαν ατμό ο αέρας του θανάτου. Και τότε η καρδιά μας παραμένει ανικανοποίητη, στεγνή.
Διψάμε για αγάπη; Θέλουμε να μας αγαπούν ανυπόκριτα οι άλλοι και να αγαπάμε πραγματικά; Να, ο Χριστός μας, η αυταγάπη, που μας καλεί κοντά Του λέγοντάς μας: «Ελάτε κοντά μου, να μάθετε να αγαπάτε άδολα όλους, «καθώς εγώ ηγάπησα υμάς». Ελάτε κοντά μου και προσπαθείστε να βρίσκεσθε σε συνεχή εγρήγορση και αγώνα. Αλλά μην ελπίζετε ότι θα ξεδιψάσετε με τα έργα σας η με την αξία και τα προσόντα σας, αυτά που Εγώ σας έδωσα. Μόνο το έλεος Μου ξεδιψάει και σώζει. Η βασιλεία των ουρανών δεν λαμβάνεται ως αντιμίσθιο των έργων σας, αλλά χάρη των οικτιρμών Μου, γι’ αυτό με ταπεινό φρόνημα, αυτό που Με συγκινεί,να λέτε: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17. 10).
Όταν διψάμε για αγάπη μας ποτίζει με το νερό της αγάπης Του ο ίδιος ο Θεός μας. Όταν, όμως, διψάμε για κακία και απάτη, τότε μας ποτίζει με το φαρμακερό νερό του ο πονηρός, και φαρμακωμένους μας οδηγεί κοντά του, στο «σκότος το εξώτερον» (Ματθ. κε 30).
Διψάμε για ελευθερία; Οι ηγέτες μιλούν για ελευθερία, ενώ φτιάχνουν θηλιές για τις ψυχές των λαών τους. Μόνον ο Υιός του Θεού της Αγάπης μπορεί να μας ελευθερώσει από τα πάθη που μας πνίγουν και να είμαστε αληθινά ελεύθεροι.
Το νερό δεν μας ξεδιψάει, όταν το κοιτάμε, αλλ’ όταν το πίνουμε. Και πρέπει να πιούμε πολύ. Ο Χριστός να μπει μέχρι το βάθος των σκέψεων, των αισθημάτων, της υπάρξεώς μας με τη διαρκή επιζήτησή Του, με την ασίγητη προσευχή μας και με τη μετάληψη του Σώματος και Αίματός Του.
Σκεφθείτε ένα ζωγράφο να έχει πάρει όλα τα σύνεργά του μαζί με ραδιόφωνα, καπέλλα, φωτογραφικές μηχανές και ο,τι ο τεχνικός πολιτισμός προστάζει και να έχει πάει σε μια έρημο να ζωγραφίσει έχοντας όμως ξεχάσει το πιο απαραίτητο, το παγούρι με το νερό. Μπορεί να ανοίγει το ραδιόφωνο και να ακούει απατηλά λόγια και τραγούδια. Όταν, όμως, θα διψάσει, τι να τα κάνει όλα αυτά που προσφέρει ο μηχανικός πολιτισμός; Μένει διψασμένος στην έρημο. Αυτή την εικόνα παρουσιάζει ο προφήτης Δαυίδ λέγοντας· Δίψασε η ψυχή μου, Κύριε, μέσα σε τούτη την έρημο· «Εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (Ψαλ. 62,1).
Εμείς οι πιστοί διψασμένοι οδοιπόροι στην έρημο της ζωής δεν χρειάζεται παρά να σκύψουμε και να πιούμε. Η πίστη μας είναι πηγή ύδατος ζώντος. Το λέει και ο Προφήτης Ιεζεκιήλ στην Παλαιά Διαθήκη. Είδε αυτός ένα όραμα. Είδε να βγαίνει νερό από το Ναό και να γίνεται ρυάκι.Για χίλια μέτρα μήκος το νερό έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Στα επόμενα χίλια μέτρα ανέβηκε ως τα γόνατα, στα επόμενα χίλια έφτασε μέχρι τη ζώνη, και στα επόμενα χίλια έγινε πλέον ποταμός αδιαπέραστος. Στις όχθες του αναπτύχθηκε πλουσία βλάστηση και καρποφόρα δέντρα, ενώ στα ζωογόνα νερά του κατοικούσαν άφθονα ψάρια. Ο ποταμός αυτός εικονίζει την πίστη μας και την αύξησή της μέσα στους αιώνες. Είναι το ρυάκι, που πήγασε από τις πληγές του Εσταυρωμένου. Σιγά – σιγά μεγάλωσε και έγινε αείρροος ποταμός που αρδεύει συνεχώς με τα νάματά του το πρόσωπο όλης της γης. Αυτή είνε η Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο ευλογούμενος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.

http://theomitoros.blogspot.gr/

Η οδύνη, αρνητική όψη της ηδονής.

 

Αρχιμ. Ευσέβιου Βίττη

Ή οδύνη, όπως και ή ηδονή, είναι επείσακτη στην ανθρώπινη φύση. Αν ήταν ή ηδονή, ή οδύνη, ο φόβος, ή λύπη, ή επιθυμία κ.λπ. στοιχεία απαραίτητα για την ύπαρξη, θα της είχαν δοθεί από την πρώτη της καταβολή, όπως μας βεβαιώνουν οι Πατέρες. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι μεταπτωτικά. Ή οδύνη, πού θα εξετάσουμε τώρα, αποτελεί την πιο μεγάλη αρνητική συνέπεια της ηδονής. Είναι ο αντίποδας της. Κάθε οδύνη και πόνος έχουν ως αιτία τους κάποια ηδονή πού προηγήθηκε πρακτικά. Και αποτελούν -εκπλήρωση χρέους πού ξεπληρώνεται αιτιωδώς από τον άνθρωπο. Ό φυσικός πόνος ακολουθεί την παραφυσική ηδονή. Μια προχώρηση σε βάθος οδηγεί στη διαπίστωση ότι κατά βάσιν ό άνθρωπος γεννιέται με προηγούμενο του το νόμο της αναίτιας ηδονής (ό της ηδονής νόμος άναιτίως προκαθηγήσατο της γενέσεως). Ή φυσική δηλαδή ηδονή έχει μέσα της κάτι πού δεν είναι σωστό και δίκαιο. Δεν αποτελεί καρπό μόχθου και κόπου, αλλά προκαταβολική κτήση αυτού πού θα “πρεπε να επακολούθηση σε δίκαια καταβεβλημένο μόχθο και προσπάθεια. Αυτά διδάσκει ό άγιος Μάξιμος. 

Επομένως, άμα ηδονή άμα πόνος και οδύνη. Ή ηδονή έχει μέσα της το σαράκι της οδύνης και επομένως θα έρθει ή ώρα πού θα εκδηλωθεί έτσι ή αλλιώς αναπόφευκτα ή οδύνη. 
Ενώ ή ηδονή είναι «παράλογος» ως προς την πρώτη φυσική κατασκευή και κατάσταση του άνθρωπου, δηλαδή όχι «κατά λόγον» κι εντελώς αδικαιολόγητη για την ανθρώπινη 
φύση, ή οδύνη «υπεισήλθε κατά λόγον», είναι δηλαδή εντελώς λογική συνέπεια της ηδονής. Και έκφραση της οδύνης είναι τα διάφορα «παθήματα», οι θλίψεις, οι δυσκολίες, οι πειρασμοί. 
Σκοπός της οδύνης πού «παρεισήχθη» «κατά λόγον» στη φύση μας, όπως είδαμε, είναι ή αναίρεση της ηδονής, πού ή ίδια είναι «παρά λόγον». Εν τούτοις αυτό δεν σημαίνει την οριστική εξαφάνιση της ηδονής, γιατί υπάρχει και ή ανώτερη μορφή ηδονής πού είναι ή πνευματική και θεία ηδονή, πού είναι δώρο και χάρις Θεού. Έτσι «της ηδονής θάνατος εστίν ό πόνος ο τε γάρ προαιρετικός και ό παρά προαίρεσιν». 
Ή αίσθητηριακή ηδονή αποτελεί προϊόν της εκπτώσεως της ψυχής στο «παρά φύσιν». Επομένως αποτελεί ένα είδος βιασμού της ψυχής, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Υπό 
την επήρεια της ηδονής ή ψυχή «άποτίθεται», βάζει κατά μέρος το «κατά φύσιν» και γι” αυτό είναι επόμενο, όσο κι αν ίσως δεν το συνειδητοποιεί πλήρως πάντοτε, να υποφέρει από την αφύσικη αυτή κατάσταση στην οποία περιέρχεται. 
Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρουσες οι παρατηρήσεις πού κάνει ό Παναγιώτης Νέλλας επιχειρώντας ανάλυση της σκέψεως του Νικολάου Καβάσιλα. 
«Κατά τον Καβάσιλα ή Αγάπη πού είναι ό Θεός (Α” Ίω. 4,8) δημιούργησε ελεύθερα εκ του μηδενός την κτίση. Ή ίδια ή πράξη της δημιουργίας οντας αγαθή είχε ως αποτέλεσμα της έναν κόσμο, δηλαδή μια τάξη και αρμονία, πού αποτελεί τη δικαιοσύνη της κτίσεως. Κατά συνέπεια ανάμεσα στη δικαιοσύνη-αγαθότητα του Δημιουργού και τη δικαιοσύνη-τάξη-αρμονία της δημιουργίας υπάρχει μια πραγματική εσωτερική, εικονική σχέση. 
Έτσι ή κατά του θεού εξέγερση ή ύβρις του άνθρωπου μην μπορώντας να θίξει τη δικαιοσύνη του Θεού -πώς είναι δυνατό το άπειρο να πληγεί ή κατά οποιοδήποτε τρόπο να θιγεί από το πεπερασμένο;- πλήττει πραγματικά την εικόνα της θείας δικαιοσύνης μέσα στην κτίση και αποδιοργανώνει την εικονική ψυχοσωματική συγκρότηση και λειτουργικότητα του άνθρωπου και την τάξη και αρμονία της κτίσεως. Ή «ύβρις» είναι στην πραγματικότητα “ένα τραύμα». 
Αλλά αφού ή πτώση αποτελεί πραγματικά «ϋβριν», πρέπει να υπάρχει και αντίστοιχη «τιμωρία». «Εδει μέν γάρ τιμωρία τινί την άμαρτίαν καταλυθήναι και ών προς Θεόν εξημάρτομεν της αξίας δόντας δίκην άπηλλάχθαι των εγκλημάτων». 
Όμως ή τιμωρία πού φυσιολογικά έρχεται στον υβριστή δεν προέρχεται από τη δικαιοσύνη του Θεού πού ούτε έπλήγη ούτε ζητάει ικανοποίηση, αλλά από τη δικαιοσύνη της κτίσεως. Οι νόμοι της τελευταίας συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά αποδιοργανωμένα τώρα, και εμπλέκουν σ” αυτή την αντίστροφη λειτουργία τους και τον άνθρωπο με αποτέλεσμα να τον ταλαιπωρούν και να τον βασανίζουν. 
Από αυτή λοιπόν την άποψη ή σύζευξη του άνθρωπου με το άλογο σχήμα και ή μετατροπή των φυσικών λειτουργιών σε πάθη, οι δερμάτινοι χιτώνες, αποτελούν τη «δίκη» (τιμωρία) πού ή ίδια δικαιοσύνη της κτίσεως επιβάλλει στον άνθρωπο. Γι` αυτό το λόγο ζητώντας ό άνθρωπος την ηδονή βρίσκει την οδύνη, ζητώντας τη ζωή βρίσκει το θάνατο… 
Ή τιμωρία αύτη, πού ή άτεγκτη δικαιοσύνη της κτίσεως επιβάλλει στον άνθρωπο, θα ήταν αιώνια, διδάσκει ό Καβάσιλας, αν δεν παρενέβαινε ή δικαιοσύνη-αγαθότητα του θεού να διορθώσει τη δικαιοσύνη της κτίσεως μετατρέποντας φιλάνθρωπο κατά τρόπον εσωτερικό τη «δίκη» σε «φάρμακο» γιατρεύοντας έτσι το «τραύμα» και τιμωρώντας καταλύοντας την «υβριν» πού είναι ή αμαρτία. «Πληγή δε και οδύνη και θάνατος εξ αρχής κατά της αμαρτίας έπενοήθη… Διά τούτο μετά την αμαρτία ευθύς τον θάνατον και την οδύνην συνεχώρησεν ό Θεός,ου δίκην ήμαρτηκότι μάλλον επάγων ή φάρμακον νενοσηκότι παρέχων». 
Συνδέοντας εύστοχα ό ίδιος θεολόγος την όλη μεταπτωτικής κατάσταση της οδύνης με τούς δερμάτινους χιτώνες, με τούς όποιους έντυσε ό Θεός τούς γυμνούς πρωτοπλάστους παρατηρεί τα έξης: 
 «Αν οι δερμάτινοι χιτώνες είναι αποτέλεσμα της φυσικής διαδικασίας, μέσα από την οποία ό αμαρτωλός καταντά στη σύζευξη με το άλογο σχήμα και την επακόλουθη περιβολή νεκρών δερμάτων, πώς γίνεται να περιβάλλει ό Θεός τον πεπτωκότα με τα δέρματα αυτά; Στην αντίθεση αυτή κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια πού αξίζει να διερευνηθή. 
Είδαμε ότι κεντρικό περιεχόμενο των δερματίνων χιτώνων είναι ή νεκρότητα, ή μετατροπή της ζωής σε επιβίωση. Αυτό αποτελεί όντως φυσιολογικό αποτέλεσμα της αμαρτίας, δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Ό Θεός δεν δημιουργεί το κακό, αλλά ό Θεός ανέχεται (δηλαδή αποδέχεται συγκαταβατικά, κρατά, υποβαστάζει) μέσα στην άπειρη αγάπη του και τη νέα αυτή κατάσταση και τη μετατρέπει σε ευλογία. Μεταβάλλει ότι είναι αποτέλεσμα άρνησης και κατά συνέπεια αρνητικό σε σχετικά θετικό. «Ότι και τοις γινομένοις κακοίς αγαθοπρεπώς κέχρηται ό Θεός προς διόρθωσιν ημών». Το κακό πού δεν είναι από μόνο του«ούτε ον» ούτε, πολύ περισσότερο, «όντων ποιητικόν», κάτω από την καταλυτική και αναστοιχειωτική των πάντων αγάπη του Αγαθού μπορεί να γίνει κατά τη συγκλονιστική έκφραση του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου «και ον και αγαθόν και αγαθών ποιητικόν». 
Έτσι ό παντοδύναμος Θεός χρησιμοποιεί τη νέα κατάσταση ως έναν από τους πολλούς δρόμους πού γνωρίζει ή φιλεύσπλαχνη και πολυποίκιλη σοφία του για να οδηγήσει την ανθρωπότητα στο μεγαλύτερο καλό, στον Χριστό, ό όποιος θα πραγματοποιήσει με καινούργιο παραδοξότερο και θεοπρεπέστερο τρόπο τον αρχικό προορισμό πού, κάνοντας κακή χρήση των φυσικών του δυνάμεων, δεν πραγματοποίησε ό Αδάμ. Και προσφέρει αυτή τη σχετικά θετική κατάσταση των δερματίνων χιτώνων ως δεύτερη ευλογία στον αυτοεξόριστο άνθρωπο, την πρόσθετη δεύτερη φύση στη φύση του, για να μπορέσει κάνοντας σωστή χρήση της να επιβιώσει και να πραγματοποιήσει τον αρχικό του προορισμό εν Χριστώ-«Ο γάρ χιτών των έξωθεν ημίν επιβαλλομένων εστί, προς καιρόν την έαυτού χρήσιν παρέχων τώ σώματι ού συμπεφυκώς τη φύσει. Ούκουν εκ της άλογου φύσεως ή νεκρότης οικονομικώς περιετέθη τη εις άθανασίαν κτισθείση φύσει». 
Τί  είναι  η  οδύνη; 
Για να κατανοήσουμε κάπως πιο καλά την οδύνη, τον πόνο, τη θλίψη και όλα τα όμόστοιχα και παράγωγα τους, θα μάς βοηθήσουν, νομίζουμε, έκτος από όσα αναφέρθηκαν ήδη πιο πάνω και όσα θα προστεθούν στη συνέχεια. 
Ό όσιος Θαλάσσιος παρατηρεί ότι  (γενικά λύπη είναι ή στέρηση ηδονής είτε κατά Θεόν έννοηθή αυτή είτε κατά κόσμον, κοσμικά). 
Τον ίδιο αρνητικό προσδιορισμό της λύπης εκφράζει και ό άγιος Μάξιμος:. (Κατά τη γνώμη μου λύπη είναι ή διάθεση πού προκύπτει από τη στέρηση ηδονών. Και στέρηση ηδονών σημαίνει ερχομό επανωτών πόνων). 
Εκείνο πού δημιουργεί οδύνη κατά τούς δύο Πατέρες είναι ή στέρηση ηδονής. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πώς αναγκαστικά όπου δεν υπάρχει ηδονή υπάρχει πόνος. Σημαίνει πώς όταν υπάρχει ή δυνατότητα ηδονής και αυτή αναζητιέται, αλλά διάφορα γεγονότα και συνθήκες και όποιοι άλλοι σχετικοί παράγοντες δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της, τότε γεννιέται στην ψυχή ή οδύνη ως δυσάρεστη κατάσταση. 
Σε πιο λεπτομερή ανάλυση της οδύνης πού κάνει ο άγιος Μάξιμος μάς εξηγεί τη λειτουργία του πόνου στην ύπαρξη ως έξης: 
Ό πόνος είναι σαφώς έλλειψη ή υποχώρηση φυσικής έξεως και μόνιμης συνήθειας. 
Έλλειψη της φυσικής συνήθειας αποτελεί πάθος, δηλαδή πάθημα, της φυσικής δυνάμεως πού υπόκειται στη φυσική έξη. 
Το πάθος (πάθημα) αυτό της φυσικής δυνάμεως είναι ο τρόπος ενέργειας πού γίνεται κατά παράχρηση, όχι σωστή και πρεπούμενη χρήση, της φυσικής ενέργειας. Και, τέλος, 
Παράχρηση της φυσικής ενέργειας είναι ή κίνηση πού είναι ασύμφωνη με ότι φυσικό και πού αποτελεί ήδη καθεστώς. 
Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή της εσωτερικής διαδικασίας πού δημιουργεί στον άνθρωπο τον πόνο, έχουμε τα παρακάτω δεδομένα. 
Βασικά στη φύση του άνθρωπου υπάρχει ή δυνατότητα κινήσεως. Ή κίνηση αυτή μπορεί να είναι «κατά φύσιν», τέτοια δηλαδή πού να εξυπηρετεί τη φύση σύμφωνα με το βασικό σκοπό πού γι” αυτόν υπάρχει ή φύση. Μπορεί όμως ή κίνηση να είναι και «παρά φύσιν». Ή «παρά φύσιν» αυτή κίνηση αποτελεί «παράχρησιν», όχι σωστή δηλαδή χρήση του τρόπου, με τον όποιο δημιουργείται αυτή ή κίνηση. Τότε ή κίνηση αυτή είναι αφύσικη, αντίθετη προς τον κανονικό τρόπο, με τον όποιο λειτουργεί σωστά και κατά σκοπό, αντίθετη προς «το πεφυκός και υφιστάμενον», πού υπήρχε πρίν. 
Ή παραφυσική αυτή κίνηση αποτελεί εκβιασμό της φυσικής λειτουργίας της δυνάμεως πού προκαλεί την κίνηση. Ήδη ή λειτουργία αυτή γίνεται έξη στη φύση, μια κανονικά δηλαδή επαναλαμβανόμενη διαδικασία. Ό βιασμός της λειτουργίας της δυνάμεως αυτής αποτελεί πια πάθος, κάτι πού παθαίνει, πού υφίσταται ή δύναμη αυτή και ή έκτική δύναμη γίνεται αρνητική. Αποτελεί συνεπώς ανώμαλη λειτουργία της. Το πάθος-πάθημα αυτό δεν είναι παρά ελάττωμα και αρρώστια και πάθηση της φυσικής έξεως. Από τέλεια δηλαδή ή φυσική έκτική δύναμη, ή δύναμη της φύσεως να αποκτά έξεις και συνήθειες, στον τρόπο της λειτουργίας της γίνεται πλημμελής και ελαττωματική. Ή ελαττωματικότητα αύτη ή, έστω, ή υποχώρηση της κανονικής λειτουργικότητος της φύσεως στο σημείο αυτό προκαλεί το αίσθημα του πόνου. 
Ή παραπάνω ανάλυση είναι προφανώς πολύ θεωρητική και αφηρημένη και γι” αυτό και δυσνόητη ίσως. Για να γίνει πιο αντιληπτό το περιεχόμενο της είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε ένα απτό παράδειγμα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη φυσική κίνηση ικανοποιήσεως της ανάγκης να πιούμε νερό. 
Ή κατά φύσιν κίνηση είναι να πάρουμε νερό και να ικανοποιήσουμε τη δίψα μας. Αν όμως πάρουμε αντί για νερό οινόπνευμα, τότε ή κίνηση αυτή γίνεται παρά φύσιν γιατί δεν είμαστε καμωμένοι να πίνουμε οινόπνευμα. Ή κίνηση μας αυτή γίνεται κίνηση «κατά παράχρησιν», όχι δηλαδή σωστά και σύμφωνα με το φυσικό τρόπο πού θα έπρεπε να γίνει ή κίνηση αυτή. Είναι αντίθετη με άλλα λόγια προς ότι θα αποτελούσε τον κανονικό τρόπο κινήσεως για την ικανοποίηση της φυσικής ανάγκης να πιούμε νερό. 
Ή αντίθετη προς τη φύση κίνηση αυτή, να πάρουμε οινόπνευμα αντί για νερό, αποτελεί εκβιασμό της φυσικής λειτουργίας της δυνάμεως πού προκαλεί την κίνηση αυτή. Ή δύναμη  μας κινεί να πάρουμε νερό.  Εμείς την εκβιάζουμε και παίρνουμε οινόπνευμα. Ή παραφυσική αυτή λειτουργία να παίρνουμε οινόπνευμα, επαναλαμβανόμενη συχνά γίνεται έξη, συνήθεια.  
Έτσι ό βιασμός της φυσικής λειτουργίας πού γίνεται για να παίρνουμε αντί για νερό, όταν διψούμε, οινόπνευμα αποτελεί, αφού επαναλαμβάνεται συχνά, αυτό πού λέμε πάθος, κάτι δηλαδή πού παθαίνει και υφίσταται ή έκτική δύναμη της φύσεως. Το πάθος όμως του να πίνουμε οινόπνευμα αντί για νερό αποτελεί ελαττωματικότητα της φυσικής έξεως και αρρώστια της. Ή έκτική δύναμη, άρρωστη πια, αντί να μάς σπρώχνει να παίρνουμε νερό πού πράγματι χρειάζεται ή φύση μας, μάς σπρώχνει τώρα να παίρνουμε οινόπνευμα πού δεν χρειαζόμαστε, αλλά μάς έγινε τώρα αναγκαίο, πιο αναγκαίο και από το νερό. Ή υποχώρηση τώρα της φυσικής έξεως και ή αντικατάσταση της από την καινούργια έξη, το πάθος του πιοτού στην περίπτωση μας, έχει ως εκδήλωση τελική τον πόνο πού έδώ εκφράζεται ως αλκοολισμός και αρρώστια του οργανισμού, ή όποια θα τον οδηγήσει τελικά στο θάνατο, την ύψιστη μορφή οδύνης και πόνου.

http://blogs.sch.gr/kantonopou/

Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν


Οι άνθρωποι, όταν μαθαίνουμε κάποια σπουδαία είδηση, σπεύδουμε να ενημερώσουμε εκείνους με τους οποίους σχετιζόμαστε. Οι ειδήσεις έχουν να κάνουν με περιστατικά της καθημερινότητάς μας, τα οποία μας προκαλούν άλλοτε χαρά και άλλοτε λύπη, άλλοτε με συμπεριφορές ανθρώπων που μας βλάπτουν, μας ενοχλούν ή μας χαροποιούν ή είναι αναφορές σε γεγονότα ευρύτερης σημασίας. Η ανακοίνωση των ειδήσεων έχει προσωπικό τόνο. Και πορεύεται η καθημερινότητά μας έχοντας ως αλάτι που την διαφοροποιεί τις ειδήσεις αυτές. Εκεί άλλωστε στηρίζεται και η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.
                Υπάρχει όμως και ένα άλλο είδος ειδήσεων. Είναι αυτές που ονομάζουμε υπαρξιακές ειδήσεις, είναι αυτές που σημαδεύουν τη ζωή μας και που ίσως κι εμείς να μην έχουμε συνειδητοποιήσει την εμβέλεια και την προοπτική που μας δίνουν. Πρόκειται για ειδήσεις που αναφέρονται στη ζωή και στο θάνατο, στην αρρώστια και την δοκιμασία, σε ένα περιστατικό μεγάλης χαράς και αγάπης που εκπληρώνει  όνειρα και φιλοδοξίες. Η πορεία μας αλλάζει μετά από αυτές τις ειδήσεις. Και φαίνεται η ικανότητά μας να μπορούμε να έχουμε αυτοέλεγχο, από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε αυτές τις ειδήσεις. Αλλά για να έχουμε αυτοέλεγχο, χρειάζεται να έχουμε διαμορφωμένη ταυτότητα, προσωπικότητα, στάση ζωής. Χωρίς αυτή, δεν είναι εύκολο να διαχειριστούμε όχι μόνο τις ειδήσεις, αλλά και τις συμπεριφορές των ανθρώπων. Βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην διαμόρφωση της ταυτότητάς μας είναι η πίστη στο Θεό.
                Συνήθως αυτή η πίστη είναι αποτέλεσμα συνήθειας. Οι άνθρωποι μεγαλώνουμε σε οικογενειακά περιβάλλοντα, τα οποία μας μαθαίνουν τις κύριες θρησκευτικές συνήθειες, μας φέρνουν σε επαφή με τις θρησκευτικές συναθροίσεις και εγκαθιδρύουν εντός μας έναν θρησκευτικό μηχανισμό, ο οποίος μας κάνει να κρίνουμε τη ζωή και τη συμπεριφορά μας, και αντίστοιχα τη ζωή και την συμπεριφορά των άλλων, με βάση αυτόν. Άλλοτε, περιστατικά τα οποία δεν μπορούμε να διαχειριστούμε από μόνοι μας μας αναγκάζουν να κάνουμε ένα βήμα προς τη θρησκεία για να πάρουμε βοήθεια είτε υλική είτε ψυχική. Υπάρχει όμως και ένας τρίτος δρόμος πίστης. Είναι αυτός της απάντησης στις υπαρξιακές μας αναζητήσεις, στην καλοπροαίρετη αγωνία μας για την Αλήθεια. Κι αυτός ο δρόμος είναι η αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στην ζωή μας με τρόπους που Εκείνος γνωρίζει, είναι η συνάντησή Του μαζί μας. Τότε η πίστη μας δεν είναι απλώς της συνήθειας, ούτε της ανάγκης. Είναι εκείνη η βαθιά υπαρξιακή μεταστροφή, η οποία γνωρίζει καλά πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να ακολουθήσουμε Αυτόν που μας αποκαλύφθηκε, είτε μέσα από την γνωριμία μας με κάποιο άλλο πρόσωπο, είτε μέσα από μια δοκιμασία, είτε μέσα από την μελέτη, είτε με την βίωση της παρουσίας του Ιδίου.
                Αυτό που έχουμε ως προς την πίστη, αυτό δίνουμε και στους άλλους. Έχουμε συνήθεια; Δίνουμε συνήθεια. Έχουμε ανάγκη;  Δίνουμε ανάγκη. Έχουμε  αναζήτηση της Αλήθειας;  Δίνουμε αναζήτηση της Αλήθειας. Κι αυτή είναι η είδηση και ο τρόπος που την μοιραζόμαστε. Διότι η πίστη δεν μπορεί να μείνει κλεισμένη στα όρια του εαυτού μας. Και αναλόγως ποια πίστη έχουμε, αναλόγως κρίνουμε και ποιες ειδήσεις έχουν μεγαλύτερη αξία για μας στη ζωή μας. Αναλόγως διαμορφώνουμε και άποψη για τα πρόσωπα που μας περιστοιχίζουν ή μας επηρεάζουν. Και με τον ίδιο τρόπο δείχνουμε τελικά ποιοι άνθρωποι είμαστε.
                Ένα τέτοιο παράδειγμα μας δείχνει η Εκκλησία μας προβάλλοντας τον άγιο απόστολο Ανδρέα, τον πρωτόκλητο  μαθητή του Χριστού. Ήταν μαθητής του Ιωάννου του Προδρόμου, αναζητητής της αλήθειας. Γι’  αυτό και όταν ο Πρόδρομος αναγγέλλει σ’ αυτόν και σ’  έναν άλλο μαθητή , καθώς βλέπουν το Χριστό να περπατά κοντά τους, το «Ίδε ο αμνός του Θεού», ο Ανδρέας νιώθει ότι βρέθηκε η απάντηση στις αναζητήσεις του.Δεν είναι ιδέα ή στάση ζωής αυτή η απάντηση, αλλά το Πρόσωπο του Χριστού. Και σπεύδει να Τον ακολουθήσει, να δει πού μένει και να αναγγείλει και στον αδελφό του τον Πέτρο το «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιωάν. 1, 42). Δεν κρατά την είδηση για τον εαυτό του. Να την επεξεργαστεί. Να σκεφτεί μήπως και δεν είναι αλήθεια. Η πίστη τον κάνει όχι απλώς παρορμητικό, αλλά βέβαιο και ενθουσιώδη για την μεγάλη αποκάλυψη που βίωσε. Και ο πλέον οικείος του είναι ο αδελφός του, ο Πέτρος. Δεν του αρκεί λοιπόν η δική του χαρά, η δική του εύρεση της Αλήθειας. Η πίστη τον κάνει να ανοίγεται στους άλλους και να μοιράζεται. Δεν είναι η αποκλειστικότητα στην κατοχή της Αλήθειας που μας κρίνει, αλλά η απόφασή μας να μοιραστούμε αυτό το οποίο μας δόθηκε, τον πολύτιμον μαργαρίτην.
Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία οι ειδήσεις που μοιραζόμαστε ελάχιστη έως καθόλου σχέση δεν έχουν με την πίστη. Η καθημερινότητά μας διαποτίζεται από την ενασχόληση με το επουσιώδες και το συνηθισμένο. Αλλά και η πίστη μας λειτουργεί στη λογική της συνήθειας. Την ίδια στιγμή, το σύστημα του κόσμου στηρίζεται στη λογική της αποκλειστικότητας, του να κρατάμε για τον εαυτό μας ή να χρησιμοποιούμε για την δόξα και την επικράτησή μας ή για να εξουθενώσουμε τους άλλους τις ειδήσεις τις οποίες μαθαίνουμε, ακόμη κι όταν είναι για καλό. Αλλά και στην πίστη μας δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να μοιραστούμε ό,τι καλό μαθαίνουμε ή βιώνουμε, διότι έχουμε εγωκεντρικό προσανατολισμό. Δεν έχουμε αίσθηση ότι ο χριστιανός καλείται να λειτουργήσει αποστολικά. Και γι’  αυτό δεν μεταφέρουμε εύκολα στην καθημερινότητά μας την χαρά της θείας λειτουργίας, τον λόγο  του Ευαγγελίου, τον τρόπο της πίστης. Έχουμε εγκλωβιστεί στις βεβαιότητές μας και δεν αναζητούμε περαιτέρω, μολονότι καθώς ο χρόνος της ζωής μας περνά, οι υπαρξιακές μας αναζητήσεις θα όφειλαν να αυξάνουν και όχι να παγώνουν. Το «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» αποτελεί κραυγή χαράς, ελπίδας και την ίδια στιγμή αγάπης και μοιράσματος. Ας γίνει για μας η αφετηρία βίωσης ενός άλλου τρόπου ζωής, στον οποίο έχοντας βρει εκείνο «ου έστι χρεία», θα επιλέξουμε την αγαθή μερίδα.

Κέρκυρα, 30 Νοεμβρίου 2014      
 π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός 
http://blogs.sch.gr/kantonopou/

Βοήθησέ με, Κύριε…


Την ώρα του πάθους, γιατί σκοτίζεται ο νους μου.

Την ώρα του πειρασμού, γιατί παραλύει η θέλησή μου.

Την ώρα του πόνου, γιατί κατακαίονται τα σωθικά μου.

Την ώρα του ενθουσιασμού, γιατί δεν ελέγχω τις απόψεις μου.

Την ώρα της απελπισίας, γιατί νομίζω πως χάνεται το παν.

Την ώρα του θυμού, γιατί δεν ξέρω τι κάνω.

Την ώρα της αδυναμίας, γιατί μπορώ να πουληθώ και στο διάβολο.

Την ώρα του φόβου, γιατί τα έχω χαμένα.

Την ώρα της χαράς, γιατί μπορεί να μην αντέξω στο βάρος της.

Την ώρα της αγάπης, για να είναι γνήσια.

Γίνε, Κύριε, φωτισμός μου και αντιλήπτωρ μου στις μεγάλες, τις μοναδικές ώρες της ζωής μου.

http://leimwnas.blogspot.gr/

Υπερηφάνεια, τό Γενικό Επιτελείο των παθών


Γέρων Παΐσιος

Γέροντα, έχω ζήλεια, μνησικακία, κατακρίνω, Θυμώνω... - Ή ζήλεια, ή κατάκριση, Θυμός, ή μνησικακία κ.λπ., δλα άπό την υπερηφάνεια ξεκινούν. Ή υπερηφάνεια είναι τό Γενικό Επιτελείο δλων των παθών. "Αν λοιπόν χτυπήσης την υπερηφάνεια, χτυπάς δλα τά πάθη και έρχεται μέσα σου ή ταπείνωση και ή αγάπη. Γι' αυτό, νομίζω, αρκετό εΐναι να άσχο-ληθης ή μάλλον νά άνοιξης μέτωπο μάχης μέ την υπερηφάνεια• νά στρέψης δλα τά πυρά προς τό κάστρο της υπερηφάνειας, τό όποιο μας χωρίζει άπό τον Θεό. Βλέπεις, δταν ό εχθρός πολεμάη ένα κράτος, τις περισσότερες δυνάμεις θά τις στείλη νά χτυπήσουν την πρωτεύουσα. Μία βόμβα άν ρίξη στην πρωτεύουσα και την καταστρέψη, πάει μετά, κατέστρεψε δλο τό κράτος.
- Γέροντα, μέ ποιόν συγγενεύει ό υπερήφανος; - Μέ τόν έξω άπό 'δώ, μέ τον διάβολο... "Αν και εύ-κολώτερα κάμπτεται ό διάβολος παρά ό υπερήφανος. Γιατί τόν δαίμονα τόν κάμπτεις, άν ταπεινωθής, ενώ τόν υπερήφανο, ακόμη και νά ταπεινωθης καί νά τοϋ ζήτησης συγγνώμη, δεν τον κάμπτεις• θά σοΰ πή: «υποκρίνεσαι!».
Όποιος έχει περισσότερη ταπείνωση, έχει περισσότερο πνευματικό περιεχόμενο. Ό υπερήφανος δέν εχει εσωτερικό περιεχόμενο. Είναι σαν τό άψώμωτο στάχυ πού στέκεται όρθιο, ενώ τό ψωμωμένο στάχυ γέρνει τό κεφαλάκι του. Και εκτός που είναι σκοτισμένος, είναι και εσωτερικά ανήσυχος και εξωτερικά ταραγμένος και θορυβώδης. Γιατί, όταν ύπάρχη υπερηφάνεια, ό,τι κάνει ό άνθρωπος, ει ναι μια φούσκα πού την φουσκώνει ό διάβολος και μετά την τρυπάει με μιά καρφίτσα, κάνει κρότο καί σπάει.
Είναι άτιμη ή υπερηφάνεια, είναι φοβερό πράγμα, αφού τούς Αγγέλους τούς έκανε δαίμονες! Αύτη μας έφερε από τον Παράδεισο στήν γη και τώρα άπό την γη προσπαθεί νά μας στείλή στήν κόλαση.

http://leimwnas.blogspot.gr/

Όποιος κατακρίνει τους άλλους, πέφτει στα ίδια σφάλματα


Γέρων Παΐσιος 

Γέροντα, πως συμβαίνει, oταν κατακρίνω μια αδελφή για κάποιο σφάλμα της, σε λίγο να κάνω κι εγώ τό ίδιο σφάλμα;
"Αν κατακρίνη κανείς τον άλλον για ένα σφάλμα του και δεν καταλάβη την πτώση του, ώστε να μετανοήση, συνήθως πέφτει στο ίδιο σφάλμα, για να το καταλάβη. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει να αντιγράφει o άνθρωπος την κατάσταση αυτού τον όποιο κατέκρινε. "Αν πεις λ.χ. ότι κάποιος είναι πλεονέκτης και δεν καταλάβης oτι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει τήν Χάρη Του και επιτρέπει να πέσης κι εσύ στην πλεονεξία, αρχίζεις τότε να μαζεύεις. Μέχρι να καταλάβεις την πτώση σου και να ζητήσεις συγχώρεση από τον Θεό, θα λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.
Για να σε βοηθήσω, θα σου πω κάτι από τον εαυτό μου. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, έμαθα για μια συμμαθήτρια μου από τό Δημοτικό oτι είχε παραστρατήσει καί έκανε ζημιά κάτω στην Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν να την φωτίσει ο Θεός να ανεβεί στο μοναστήρι, για να της μιλήσω. Ειχα ξεχωρίσει και μερικά κομμάτια περί μετανοίας από την Αγία Γραφή και από Πατερικά. Μια μέρα λοιπόν ήρθε με δυο άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε και έδειξε ότι κατάλαβε. Στην συνέχεια ερχόταν συχνά με το παιδί της και έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι για τον ναό. Μια φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από την Κόνιτσα μου λένε: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται. Εδώ φέρνει κεριά και λιβάνι και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς». Όταν ξαναήρθε, την βρήκα στην εκκλησία να ασπάζεται τις εικόνες, και της έβαλα τις φωνές: «Φύγε από δω, της είπα, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!...». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τι είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιον πειρασμό. Τι συμβαίνει;». Δεν μπορούσα να βρω την αιτία. Κάνω προσευχή, τα Ίδια, οπότε παίρνω τον ανήφορο για την Γκαμήλα . «Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά μέσα στο βουνό,ο πειρασμός δεν υποχωρούσε. Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι που είχα κρεμασμένο στην μέση μου και δίνω τρεις τσεκουριές στο πόδι μου, μήπως και με τον πόνο φύγει ο πειρασμός. Το παπούτσι γέμισε αίμα, άλλα τίποτε. Σε μια στιγμή ήρθε στον νου μου εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχα πει. «Θεέ μου, είπα τότε, εγώ για λίγο έζησα αυτήν την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που ζει συνέχεια αυτήν την κόλαση!... Συγχώρεσε με που την κατέκρινα». Αμέσως ένιωσα μια δροσιά θεϊκή και εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τι κάνει η κατάκριση;

http://leimwnas.blogspot.gr/

Η αγάπη πληροφορεί


- Γέροντα, πώς θα δείξω αγάπη;
- Να δείξω αγάπη; Δεν το καταλαβαίνω. Αυτό είναι κάτι ψεύτικο, υποκριτικό. Να υπάρχη η αγάπη μέσα μας και να μας προδώση, ναι. Η αληθινή αγάπη πληροφορεί τον άλλον χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Αγάπη είναι να ακούσης με πόνο την στενοχώρια του άλλου. Αγάπη είναι κι ένα βλέμμα πονεμένο κι ένας λόγος που θα πης με πόνο στον άλλον, όταν αντιμετωπίζη κάποια δυσκολία. Αγάπη είναι να συμμερισθής την λύπη του, να τον αναπαύσης στην δυσκολία του. Αγάπη είναι να σηκώσης έναν βαρύ λόγο που θα σου πη. Όλα αυτά βοηθούν περισσότερο από τα πολλά λόγια και τις εξωτερικές εκδηλώσεις.
Όταν πονάς εσωτερικά για τον άλλον, ο Θεός τον πληροφορεί για την αγάπη σου και την καταλαβαίνει χωρίς εξωτερικές εκδηλώσεις. Όπως και όταν δεν εκδηλώνεται η κακία μας, αλλά είναι εσωτερική, πάλι ο άλλος την καταλαβαίνει. Βλέπεις, και ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται ως «άγγελος φωτός», φέρνει ταραχή, ενώ ο Άγγελος ο πραγματικός φέρνει μια απαλή ανέκφραστη αγαλλίαση.
- Τι είναι αυτό, Γέροντα, που με εμποδίζει να πληροφορούμαι την αγάπη των άλλων;
- Μήπως δεν έχεις καλλιεργήσει την αγάπη; Όποιος αγαπάει, πληροφορείται για την αγάπη του άλλου, αλλά και πληροφορεί τον άλλον για την αγάπη του.
Καταλαβαίνει ο άλλος αν υποκρίνεσαι ή αν τον αγαπάς πραγματικά, γιατί πάει σαν τηλεγράφημα η αγάπη. Αν κάνουμε λ.χ. μια επίσκεψη σ’ ένα ορφανοτροφείο , τα παιδιά αμέσως θα καταλάβουν με τι διάθεση πήγαμε. Είχαν έρθει μια φορά στο Καλύβι να ζητήσουν τη γνώμη μου κάποιοι που ήθελαν να κάνουν ένα ίδρυμα για εγκαταλελειμμένα παιδιά. «Το κυριώτερο από όλα, τους είπα, είναι να πονέσετε τα παιδιά αυτά σαν παιδιά σας και ακόμη περισσότερο. Αυτό είναι που θα πληροφορήση τα παιδιά για την αγάπη σας. Αν δεν τα πονάτε, μην ξεκινάτε να κάνετε τίποτε». Τότε ένας γιατρός , πολύ ευλαβής, είπε: «Έχεις δίκαιο, Πάτερ. Κάποτε μια συντροφιά είχαμε επισκεφθή για πρώτη φορά ένα ορφανοτροφείο και τα παιδιά κατάλαβαν την διάθεση του καθενός. “Ο κύριος τάδε, είπαν, είναι περαστικός ∙ ο κύριος τάδε ήρθε να περάση την ώρα του μαζί μας∙ ο κύριος τάδε μας αγαπάει πραγματικά”». Βλέπετε πώς πληροφορεί η αγάπη.

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2007
http://leimwnas.blogspot.gr/

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΝΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ


«Ο άγιος Ανδρέας ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, υιός κάποιου Εβραίου Ιωνά και αδελφός του Πέτρου του αποστόλου και κορυφαίου των μαθητών του Χριστού. Αυτός προηγουμένως μαθήτευσε στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, κι έπειτα, όταν άκουσε από τον διδάσκαλό του, που δακτυλοδεικτούσε τον Ιησού,  το, Ίδε ο αμνός του Θεού, τον άφησε και ακολούθησε τον Χριστό. Είπε και στον Πέτρο το, Ευρήκαμεν Ιησούν τον από Ναζαρέτ, και αποσπάστηκε στην αγάπη του Χριστού. Και πολλά άλλα είναι γραμμένα γι’  αυτόν στη θεόπνευστη Γραφή. Αυτός λοιπόν με τον τρόπο αυτό  ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την Ανάληψη Εκείνου, για τον κάθε απόστολο κληρώθηκε και διαφορετική χώρα. Στον πρωτόκλητο έτυχε η χώρα των Βιθυνών και ο Εύξεινος Πόντος, τα μέρη της Προποντίδας, μαζί με τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο και τη Θράκη και τη Μακεδονία, που έφθαναν μέχρι τον Ίστρο ποταμό, η Θεσσαλία και η Ελλάδα και τα μέρη της Αχαΐας. Αλλά και η Αμινσός, η Τραπεζούντα, η Ηράκλεια και η Άμαστρις. Αυτές τις χώρες δεν τις πέρασε, σαν λόγια που χάνονται, αλλά σε κάθε πόλη υπέστη πολλές δυσκολίες, συνάντησε πολλές δυσχέρειες, μολονότι με τη βοήθεια του Χριστού τις ξεπερνούσε όλες. Θα θυμηθούμε το τι πέρασε σε μία πόλη, αφήνοντας τις άλλες στους γνώστες του έργου του.
Όταν ο Ανδρέας έφτασε στη Σινώπη και κήρυξε εκεί τον λόγο του ευαγγελίου, υπέστη πολλές θλίψεις. Δηλαδή τον έριξαν στη γη και τον τραβούσαν από τα χέρια και τα πόδια, τον κατασπάρασσαν με τα δόντια και τον κτυπούσαν με ξύλα, τον λιθοβολούσαν και τον τράβηξαν μακριά από την πόλη, αφού του έκοψαν το δάκτυλο με τα δόντια. Αλλά αυτός φάνηκε και πάλι άρτιος και υγιής από τις πληγές του, με επέμβαση του Σωτήρα και Διδασκάλου του. Από εκεί σηκώθηκε και επισκέφτηκε πολλές πόλεις και χώρες, όπως τη Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, τους Αλανούς, τους Αβασγούς, τους Ζήκχους, του Βοσποριανούς και τους Χερσωνίτας. Έπειτα διέπλευσε στο Βυζάντιο, χειροτόνησε τον Στάχυ επίσκοπο, πέρασε από τις υπόλοιπες χώρες, και έφτασε προς την ένδοξη Πελοπόννησο. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Σωσίο, τον οποίο, επειδή ήταν βαριά άρρωστος, τον θεράπευσε. Και αμέσως όλη η πόλη εκείνη των Πατρών προσήλθε στον Χριστό. Τότε ήταν που και η γυναίκα του ανθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε από τα χαλεπά δεσμά της αρρώστιας της και έγινε γρήγορα καλά, οπότε πίστεψε και αυτή.  Και ο σοφότατος Στρατοκλής, ο αδελφός του ανθυπάτου Αιγέατου, και άλλοι πολλοί που ταλαιπωρούνταν από ποικίλα νοσήματα,  βρήκαν την υγεία τους με το ακούμπισμα των χεριών του αποστόλου.  Για όλα αυτά, περιέπεσε σε μανία ο Αιγεάτης και προσήλωσε σε σταυρό τον απόστολο, οπότε και ο απόστολος έφυγε από τη ζωή αυτή. Ο ίδιος δε, έπεσε στη γη από ψηλό γκρεμό και συνετρίβη. Το λείψανο του αποστόλου, μετά από πολύ χρόνο, μετατέθηκε στη Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με δική του διαταγή, από τον άγιο Αρτέμιο τον μάρτυρα. Και κατατέθηκε μαζί με τον άγιο Λουκά και τον άγιο Τιμόθεο στο περίβλεπτο τέμενος των Αγίων Αποστόλων».

Ο άγιος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο πρώτος δηλαδή που κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, δεν κλήθηκε απροϋπόθετα και ως έτυχε. Υπήρξε από εκείνους που είχαν αναζητήσεις σχετικά με τον Μεσσία, που ο πόθος τους για τον Θεό ήταν έντονος. Κι αυτό φάνηκε κ α ι  από το γεγονός ότι ανήκε στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος προετοίμαζε τους ανθρώπους ακριβώς προς υποδοχή του Μεσσία, κ α ι  από το γεγονός ότι μετά την κλήση του ένιωσε την ανάγκη να καλέσει τον αδελφό του Πέτρο, με τη διαπίστωση ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο υμνογράφος του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επισημαίνει και τα δύο αυτά γεγονότα. «Ο τω Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ότε το απαύγασμα το ενυπόστατον της πατρικής δόξης έφανεν…τότε πρώτος ένδοξε, τούτω προσέδραμες». (Συ που μορφώθηκες από το φως του Προδρόμου, όταν ο Χριστός, το ενυπόστατο απαύγασμα της δόξας του Θεού Πατέρα φάνηκε…τότε πρώτος, ένδοξε, έτρεξες σ’  αυτόν). Και: «Τον ποθούμενον Θεόν εν σαρκί κατιδών επί γης βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τω μεν ομαίμονι εβόας αγαλλόμενος∙ Ευρήκαμεν ω Σίμων τον ποθούμενον». (Όταν είδες τον Θεό που ποθούσες να βαδίζει ως άνθρωπος στη γη, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες με χαρά στον αδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τον ποθούμενο».

Ο συναξαριστής του αυτήν την αναζήτηση, η 
οποία αποτέλεσε προφανώς και την προϋπόθεση για να γίνει άμεσος συνεργάτης του απολυτρωτικού στον κόσμο έργου του Κυρίου, την καταγράφει ως εξής: «Ένας από τους μαθητές  του Ιωάννη Προδρόμου ήταν και ο Ανδρέας, άνδρας κατά τα άλλα σεμνός και αξιοσέβαστος, που έψαχνε την αλήθεια πίσω από το γράμμα του νόμου με βαθύ φρόνημα, και που αναζητούσε στον λόγο, σαν πίσω από παραπέτασμα, τις κρυμμένες προφητείες για τον Χριστό, ακολουθώντας μέσω αυτών αυτό που δηλωνόταν». Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αφελής πεποίθηση πολλών ότι οι μαθητές του Κυρίου ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, διότι ήταν ψαράδες, δεν ισχύει. Ψαράδες ήταν, απλοί άνθρωποι μπορεί, όχι όμως απλοϊκοί, με την έννοια του απροβλημάτιστου και επιφανειακού ανθρώπου. Καθώς τα πράγματα φανερώνουν, η ύπαρξή τους φλεγόταν από το ερώτημα περί της αληθείας, περί του Θεού και των ενεργειών Του, περί των δηλουμένων από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κι είναι φυσικό: ο Κύριος δεν θα μπορούσε να έχει ως αμέσους συνεργάτες Του ανθρώπους χωρίς πάθος για την αλήθεια. Ο ίδιος άλλωστε το είχε επισημάνει: Θα με ακολουθήσουν και θα με ακούσουν όσοι αγαπούν την αλήθεια. «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής». Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός, με βαθειά αναζήτηση ήταν και ο απόστολος Ανδρέας. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν και αυτοί την παραπάνω πραγματικότητα: «Εζήτησας Χριστόν την όντως ζωήν,  και ζητήσας πρώτος εύρες» (Ζήτησες τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, και επειδή την ζήτησες, πρώτος και την βρήκες).

Η βαθύτητα της αναζήτησης του Ανδρέα περί τα τίμια και αληθή της ζωής κάνει τον άγιο υμνογράφο να επικεντρώσει την προσοχή του και στο ιεραποστολικό πια έργο του αποστόλου. Όπως δηλαδή ο ίδιος στρεφόταν πάντα στο βάθος των πραγμάτων, εκεί που «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», εκεί που αγαπά να κρύβεται η αλήθεια, κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, έτσι και η δράση του ως αποστόλου λειτουργούσε στο βάθος της καρδιάς των ανθρώπων. Αυτό ήταν το ζητούμενο από τον άγιο Ανδρέα: πώς ο λόγος του θα κρούσει τις βαθειές χορδές της καρδιάς του ανθρώπου, πώς ο λόγος του σαν αγκίστρι θεϊκό θα σαγηνεύσει τον αληθινό άνθρωπο. «Ο τη τέχνη αλιεύς και τη πίστει μαθητής, ως βυθόν διερευνών τας καρδίας των πιστών, το άγκιστρον χαλά του λόγου, και σαγηνεύει ημάς». (Ο αλιέας κατά την τέχνη και μαθητής κατά την πίστη, διερευνώντας τις καρδιές των πιστών σαν να είναι βυθός, ρίχνει το αγκίστρι του λόγου και μας σαγηνεύει).

Κι αυτό βεβαίως επιτυγχανόταν με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που είχε λάβει κατά την Πεντηκοστή ο άγιος Ανδρέας, με τη φλόγα που προσέλαβε και έγινε θεόληπτος. «Του Πνεύματος την φλόγα τη γλώσση προσλαβών, γέγονας, Απόστολε, θεόληπτος ανήρ, των ουρανίων τα κάλλη περιπολεύων». Ο σεμνός και αξιοσέβαστος από τη φύση του χαρακτήρας του αγίου, ενισχυόμενος από τη φλόγα της Πεντηκοστής τον έκανε, κατά τον υμνογράφο, σαν τεντωμένο βέλος, που τραυμάτιζε τους δαίμονες και θεράπευε τους τραυματισμένους από την απιστία ανθρώπους. «Εντείνας σε δυνατόν, ώσπερ βέλος, μακάριε, επαφήκεν εις τον σύμπαντα κόσμον ο Κύριος, τραυματίζων δαίμονας και δυσσεβεία τους ανθρώπους τραυματισθέντας ιώμενος».

Ο «αδίστακτος πόθος του να ακολουθεί θερμά τον Χριστό» έκανε τον άγιο Ανδρέα, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος του, να προσθέτει πόθο πάνω στον πόθο αυτό, τόσο ώστε να  μιμηθεί τον Κύριό Του και στον τρόπο του διά Σταυρού θανάτου Του. Με σταυρικό θάνατο τελειώθηκε και ο απόστολος, διαβαίνοντας πια κοντά σ’  Εκείνον τον οποίο πράγματι επόθησε σαν αληθινός μαθητής και σοφός μιμητής Του. «Πόθω πόθον προσθείς, διά σταυρού διαβαίνεις προς ον επόθησας, ως αληθής μαθητής και σοφός μιμητής γενόμενος του διά Σταυρού αυτού πάθους». Μακάρι «η φωτιά της αγάπης του Χριστού που περιέφερε στην καρδιά του» ο άγιος Ανδρέας, να ανάψει λίγο και στη δική μας καρδιά. Θα είναι η απόδειξη ότι πράγματι ο ερχομός του Χριστού που ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι, σαν τον άγιο Ανδρέα, βρήκε την εκπλήρωσή του και σε εμάς.

http://pgdorbas.blogspot.gr

Άγιος Αλέξανδρος Επίσκοπος Μηθύμνης


Βιογραφία
Ο Άγιος Αλέξανδρος, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν επίσκοπος Μηθύμνης, ο πρώτος ίσως επίσκοπος αυτής της Μητροπόλεως, και μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο το έτος 325 μ.Χ. Επίσης, λέγεται, ότι ίδρυσε μοναστήρι στην περιφέρεια της Κοινότητος Λαφιώνας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Σε αρκετή, από το χωριό αυτό απόσταση και κοντά σε ερείπια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναστήρι του αγίου, βρίσκεται μεγάλη πέτρινη σαρκοφάγος, στην οποία πιστεύεται ότι ετάφη ο άγιος. Στην σαρκοφάγο υπάρχει η επιγραφή:

+ Ο ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΗΡΥΞ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΦΥ
A ΛΑΞ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΙΛΟΣ Ω
ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΤΑΚΕΙΤΑΙ
ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΕΥΧΟΜΕΝΟΣ

Για την ορθή ανάγνωση της επιγραφής υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις.

Σύμφωνα με την παράδοση και οι Τούρκοι κάτοικοι της Λαφιώνας, επί τουρκοκρατίας, θεωρούσαν τη σαρκοφάγο τάφο του «Ισκεντέρ Μπαμπά», δηλαδή τάφο του πατρός Αλεξάνδρου.

Για το έργο του Αγίου Αλεξάνδρου δεν έχουμε άλλες πληροφορίες, εκτός από αυτές που μας δίνει η ακολουθία που ψάλλετε την ήμερα της εορτής του Αγίου, στις 30 Νοεμβρίου. Εκεί εγκωμιάζεται ο Άγιος Αλέξανδρος «φωστὴρ ἀκοίμητος, ποιμὴν ὁ πραότατος, ἐν εὐσεβείᾳ συγκρατήσας τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας τε καὶ ποιμάνας ἐν χάριτι, λύκους ὡς τροπωσάμενος δεινῶς αἱρετίζοντας» και στη συνέχεια ως «πολύφωτος ἀστὴρ μοναζόντων» και σε άλλο σημείο ότι «ἰατρεῖον παθῶν ἀναδέδεικται ἡ σορὸς τῶν ἁγίων λειψάνων αὐτοῦ».

Αν και δεν έχομε βιογραφικές και άλλες ιστορικές πληροφορίες, έχουμε την παράδοση της Εκκλησίας, την μαρτυρία της λάρνακας, που οπωσδήποτε μαρτυρεί ότι ετάφη σ' αυτήν «ο της Τριάδος κήρυξ», δηλαδή κάποιος, επίσκοπος ασφαλώς, που κήρυξε τον Χριστό. Επίσης τα σωζόμενα στην επαρχία Μηθύμνης εξωκκλήσια επ' ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, η ακολουθία που έγινε και ψάλλετε την ημέρα της γιορτής του, στις 30 Νοεμβρίου, όλα αυτά μαρτυρούν ότι έζησε και έδρασε και επιβλήθηκε στη συνείδηση τού κόσμου ο Άγιος, Αλέξανδρος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τριάδα ἐκήρυξας τὴν παναγίαν σοφέ, φυλάξας ἁγνότητα καὶ παρθενίαν καλῶς, Πατέρων ἐκλόγιον ὅθεν καὶ τοῦ Κυρίου φίλος γνήσιος ὤφθης ὦ καὶ θερμῶς πρεσβεύεις, ποιμενάρχα Μηθύμνης, Ἀλέξανδρε θεοφόρε, Λεσβίων τὸ καύχημα.

http://www.saint.gr/

Άγιος Φρουμέντιος αρχιεπίσκοπος Αβησσυνίας


Φρουρούμενος χάριτι Σεπτῆς Τριάδος,
Φρουμέντιος δέδειχε φροῦδον τὴν πλάνην.
Kρείττων ο Φρουμέντιος ην των γηΐνων,
Mόνου γαρ ήρα του βροτούς σώζειν πλάνης.

Βιογραφία
Στα χρόνια του μεγάλου Κωνσταντίνου (330 μ.Χ.), κάποιος φιλόσοφος από την Τύρο, που ονομαζόταν Φρουμέντιος, πήγε στην Αβησσυνία (Αιθιοπία) για να συλλέξει ιστορικά στοιχεία γι' αυτή τη χώρα. Έγινε γνωστός στη βασιλική αυλή για τη λογιότητά του και διορίστηκε σε ανώτερη διοικητική θέση.

Τη θέση και την επιρροή του, χρησιμοποίησε για την έναρξη διάδοσης του χριστιανισμού. Κατόπιν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανακοίνωσε στον τότε αρχιεπίσκοπο Μέγα Αθανάσιο, ότι μια πιο συστηματική χριστιανική εργασία σ' αυτή τη χώρα θα είχε αποτελέσματα καρποφόρα. Ο Μέγας Αθανάσιος συμφώνησε και του ανέθεσε την Ιεραποστολή εκείνη, αφού τον χειροτόνησε επίσκοπο (το έτος 341 μ.Χ.) με τον τίτλο «Ἀξώμης». Και η Ιεραποστολή εκείνη, με βοηθό του Φρουμεντίου τον Αιδέσιο, έφερε πράγματι αρκετή καρποφορία.

http://www.saint.gr/

Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος


Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανεὶς ἀληθῶς οὐ σκιώδης ἀντίπους.
Σταυρὸν κακκεφαλῆς τριακοστῇ Ἀνδρέας ἔτλη.

Βιογραφία
Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.

Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ (βλέπε 31 Οκτωβρίου) κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα. 

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

http://www.saint.gr/

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Διότι η αφθονία και ο κορεσμός, που είναι πηγή και ρίζα των ασθενειών, είναι επίσης και πηγή και ρίζα της αηδίας".

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Ο Χριστός και ο Μίσα!


Το παρακάτω περιστατικό συνέβη σ΄ένα ορφανοτροφείο στη Ρωσία, όπου περιθάλπονται μικρά παιδάκια, εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα.
Στο ορφανοτροφείο, λοιπόν, αυτό, πήγε παραμονές Χριστουγέννων ένας καθηγητής να μιλήσει στα παιδιά για τη μεγάλη αυτή γιορτή. Τα περισσότερα άπ’ αυτά άκουγαν για πρώτη φορά για το Χριστό και για τη Γέννηση του. Ένα αγοράκι έξι χρονών, ο Μίσα, άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή τα λόγια του καθηγητή.
Στη συνέχεια δόθηκαν στα παιδιά υλικά για να φτιάξουν τη σπηλιά, τη φάτνη και όλα τα σχετικά.
Παρακολουθώντας ο καθηγητής τα χειροτεχνήματα των παιδιών, πρόσεξε κάτι πού του έκαμε εντύπωση σε εκείνο του Μίσα. Μέσα στη φάτνη τοποθέτησε δύο μωρά.
Ο ένας είναι ο Χριστός, του είπε ο καθηγητής. Ποιό είναι το άλλο παιδάκι στην κούνια;
Τότε ο μικρός Μίσα άρχισε να του λέγει την ιστορία της Γέννησης του Χριστού πού πριν λίγο είχε ακούσει από το στόμα του καθηγητή, προσθέτοντας, όμως, και κάτι δικό του. Όταν έφτασε στο σημείο όπου η Θεοτόκος τοποθέτησε το βρέφος στη φάτνη συνέχισε με αυτά τα λόγια: «Τότε ο μικρός Χριστός γύρισε, με κοίταξε και με ρώτησε αν είχα ένα μέρος να μείνω. Εγώ του είπα ότι δεν έχω ούτε μητέρα, ούτε πατέρα, ούτε πουθενά για να μείνω. Τότε ο Χριστός μου είπε να μείνω μαζί του.
Εγώ τότε σκέφτηκα πώς δεν είχα κανένα δώρο να του δώσω, όπως οι άλλοι. Πώς θα με κρατούσε μαζί του;
Το μόνο δώρο πού μπορούσα να του προσφέρω ήταν να τον κρατήσω ζεστό. Γι΄ αυτό τον ρώτησα:
- Αν σε κρατάω ζεστό, είναι για σένα αυτό ένα καλό δώρο; Ο Ιησούς μου απάντησε:
- Αν με κρατήσεις ζεστό, αυτό θα είναι το καλύτερο δώρο πού μου έχει δώσει κανείς ποτέ.
«Έτσι μπήκα στη μικρή κούνια, κι αφού γύρισε και με κοίταξε ο Ιησούς μου είπε ότι μπορούσα να μείνω μαζί του για πάντα».
Όταν τέλειωσε την ιστορία ο μικρός Μίσα, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα πού έτρεχαν ασυγκράτητα στα μαγουλάκια του. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι, κάλυψε το πρόσωπο με το χέρι κι έκλαιγε γοερά. Το μικρό ορφανό είχε βρει, επί τέλους, κάποιον πού δε θα τον εγκατέλειπε ποτέ, πού δε θα τον κακοποιούσε. Κάποιον πού θα του έλεγε να μείνει μαζί του για πάντα.

http://talantoblog.blogspot.gr/

Ένας ταπεινός λογισμός κάνει αμέσως την Χάρη του Θεού να ενεργή


Μου έκανε εντύπωση πώς ένας ταπεινός λογισμός κάνει αμέσως την Χάρη του Θεού να ενεργή. Είχε έρθει στο Καλύβι ένα ξένο γατάκι.Το καημένο, φαίνεται, κάτι είχε φάει που το πείραξε και ζητούσε βοήθεια. Χτυπιόταν από τον πόνο και πεταγόταν σαν το χταπόδι, όταν το χτυπούν ... Το λυπόμουν που το έβλεπα σ 'αυτήν την κατάσταση, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. Το σταύρωνα, το ξανασταύρωνα, τίποτε! «Βρε ταλαίπωρε, λέω τότε στον εαυτό μου, βλέπεις τα χάλια σου; Τόσα χρόνια καλόγερος, ούτε ένα γατί δεν μπορείς να βοηθήσης!». Μόλις ελεεινολόγησα τον εαυτό μου, εκεί που το γατάκι κόντευε να ψοφήση, αμέσως συνήλθε. Ήρθε κοντά μου, μου έγλειφε τα πόδια και έκανε χαρούμενο όμορφες τούμπες ... Τι δύναμη έχει η ταπείνωση! Γι 'αυτό λέει: «Εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος». 
Έχω προσέξει ότι ένας ταπεινός λογισμός κάνει τον άνθρωπο να λάμπη, να ακτινοβολή. Όταν ο άνθρωπος παίρνη όλο το σφάλμα πάνω του, τον λούζει η Χάρις του Θεού. Ήρθε προχτές ένας γιατρός που έχει πολλά παιδιά και μου είπε: «Πάτερ μου, έχω πολλή υπερηφάνεια και γίνεται αιτία η δική μου υπερηφάνεια να κάνουν αταξίες τα παιδιά». Και το έλεγε αυτό μπροστά στα παιδιά του και τα μάτια του ήταν βουρκωμένα, αλλά το πρόσωπό του έλαμπε! Το ίδιο πρόσεξα προ ημερών και εδώ.Ήρθαν μερικές αδελφές να συζητήσουμε. Είπαμε διάφορα ˙ αναγκάστηκα να τις μαλώσω πολύ. Μία από αυτές δεν βοηθήθηκε καθόλου ˙ κρύα ήρθε, κρύα έφυγε ˙ μόνον εκεί πέρα έλεγε τα κουσούρια των άλλων χαρτί και καλαμάρι-βλέπεις, όποιος δεν κάνει δουλειά στον εαυτό του, έχει αυτό το χάρισμα ..! Μία άλλη στρυμώχθηκε, μέχρι που έκλαψε. Ταπεινώθηκε, αλλά μετά έλαμπε το πρόσωπό της. Βλέπετε τι κάνει ένας ταπεινός λογισμός με συντριβή! Αμέσως πάνε όλα τα κουσούρια στην άκρη, τακτοποιείται ο άνθρωπος και ακτινοβολεί το πρόσωπό του ˙ ενώ με έναν λογισμό υπερήφανο ή βλάσφημο σκοτεινιάζει. 
Όσο ανεβάζει πνευματικά την ψυχή μας ένας πολύ ταπεινός λογισμός που θα φέρη για μια στιγμή ο άνθρωπος, δεν την ανεβάζουν χρόνια ολόκληρα αγώνες υπερφυσικοί. 
- Γέροντα, αν κάποιος είναι υπερήφανος και βάλη έναν ταπεινό λογισμό, θα τον βοηθήση ο Θεός;
- Εμ, αν βάλη έναν ταπεινό λογισμό δεν θα είναι υπερήφανος ˙ θα είναι ταπεινός και θα τον βοηθήση ο Θεός. Ο άνθρωπος είναι τρεπτός ˙ πάει μία από 'δω, μια από' κει, ανάλογα με το τι λογισμό έχει. Ο υπερήφανος, αν βάλη έναν ταπεινό λογισμό, βοηθιέται. Και ο ταπεινός, αν φέρη έναν υπερήφανο λογισμό, παύει να είναι ταπεινός. Είναι κανείς σε καλή πνευματική κατάσταση; Αν υπερηφανευθή, τον εγκαταλείπει η Χάρις του θεού και φθάνει σε άσχημη κατάσταση. Είναι σε άσχημη κατάσταση, γιατί έκανε λ.χ. κάποιο σφάλμα; Αν συναισθανθή το σφάλμα του και μετανοήση ειλικρινά, έρχεται η ταπείνωση και φθάνει σε καλή κατάσταση, γιατί η ταπείνωση φέρνει την Χάρη του Θεού. Αλλά, για να γίνη η ταπείνωση μόνιμη κατάσταση στον άνθρωπο, ώστε να παραμείνη μέσα του η Χάρις του Θεού, χρειάζεται δουλειά πνευματική.

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ  ΛΟΓΟΙ Ε 
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ » 
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» 
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Η βραδυνή προσευχή ύστερα από μια κουραστική μέρα.


«Το βράδυ, κατάκοπη καθώς είμαι από το μόχθο της ημέρας, δεν έχω όρεξη για προσευχή. Άλλωστε, γιατί να προσευχηθώ;…». Μα πώς είναι δυνατό να μην έχει κανείς διάθεση επικοινωνίας με τον Κύριο, έστω και εξουθενωμένος σωματικά; Μήπως οι οποιεσδήποτε διασκεδάσεις ξεκουράζουν τον άνθρωπο; Όχι, αυτές τον καταπονούν περισσότερο, ενώ η προσευχή έλκει τη θεία χάρη, που αναπαύει σώμα και ψυχή. Δεν προσεύχεστε, λοιπόν… Ή είστε θυμωμένη με το Θεό ή πιστεύετε ότι δεν Τον έχετε ανάγκη. «Γιατί να προσευχηθώ;», αναρωτιέστε. Νιώθετε αυτάρκεια και αυτοϊκανοποίηση. Είστε χορτάτη! Και δεν θέλετε να ζητάτε… Κάθε βράδυ, όσο κουρασμένη κι αν είστε, μην παραλείπετε να καταφεύγετε σ’ Εκείνον. Να προσεύχεστε γονατιστή ή καθισμένη. Και όταν μπορείτε, να σηκώνεστε όρθια. Δεν έχει τόση σημασία ή στάση, φτάνει να προσεύχεστε. Να ευχαριστείτε τον Κύριο για την ημέρα που πέρασε, όσο δύσκολη κι αν ήταν, να Τον παρακαλάτε για μια καλή νύχτα και να ζητάτε συγχώρηση με βαθειά μετάνοια για τα σφάλματά σας. Προσευχή τη νύχτα στο κρεβάτι. Στη διάρκεια της νύχτας, όποτε ξυπνάτε για λίγο και πριν σας ξαναπάρει ό ύπνος, να προσεύχεστε έτσι όπως είστε ξαπλωμένος. Αυτό δεν είναι κακό. Απεναντίας μάλιστα, αν συνηθίσετε να λέτε την ευχή ή κάποιον ψαλμό στα μεσοδιαστήματα του ύπνου, θα διώχνετε όλους τους κακούς λογισμούς, που σας πολεμούν εκείνη την ώρα. 

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, Χειραγωγία στην πνευματική ζωή, Ι. Μ. Παρακλήτου.)

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ: ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

Ο Κύριος με την παρουσία του και μόνο επιβλήθηκε σε όσους πλησίασε. Η γαλήνια μορφή Του, τους ειρήνευσε. Τα λόγια του μάγευαν τα πλήθη. Η προσωπικότητα του τους έθελξε. Η χάρη του δημιούργησε κάτι νέο και συνταρακτικό στην ψυχή τους. Επιθυμούσαν να τον πλησιάσουν, να είναι πάντα κοντά του. 
Οι δύο μαθητές του Τιμίου Προδρόμου, ο Ανδρέας και ο Ιωάννης, κινούμενοι από μια ακαταμάχητη εσωτερική δύναμη, αφήνουν το διδάσκαλό τους και τρέχουν να ακολουθήσουν τον Μεσσία. Και ο Καρδιογνώστης – αφού αυτοί δεν του είπαν για ποιο λόγο τον ακολουθούν και τι θέλουν – τους ρωτά: «Τί ζητεῖτε;»
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις και στιγμές κατά τις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαντήσει κατ’ ευθείαν και ή σιωπά ή δίνει άλλη διαφορετική απάντηση από την αληθινή. Το δεύτερο συνέβη  με τους δύο αυτούς Μαθητές. Ο Κύριος τους ρωτά «τί ζητεῖτε», αυτοί ξαφνιάζονται από την ερώτηση και δεν απαντούν αμέσως, αλλά τον ρωτούν που μένει. Κι τους απαντά να έρθουν κοντά του και να δουν που μένει, να Τον ακολουθήσουν. Ήταν κι αυτό μια έκφραση του πόθου τους να επικοινωνήσουν με τον Σωτήρα. Τον προσδοκούσαν. Τον περίμεναν. Και τώρα που ο Πρόδρομος Ιωάννης τους έδειξε τον Μεσσία, τρέχουν κοντά του. Πρώτος ο Απόστολος Ανδρέας. Οι μιμητές του. οι Απόστολοι. Πάτησαν πάνω στα ίχνη των βημάτων τους. Πέρασα απ’ όπου πέρασε κι Εκείνος. Στην αρετή και την αγνότητα. Στην θυσία και στην αγάπη. 
Αλλά ο Πρωτόκλητος Μαθητής δεν μένει μέχρι εδώ. Δεν του είναι αρκετό ότι βρήκε αυτός τον Μεσσία. Θέλει να κάνει μετόχους της χαράς του και άλλους. Βρίσκει τον αδελφό του, τον Σίμωνα και του λέει: «Εὑρύκαμεν τόν Μεσσίαν˙ ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός».
Ο άνθρωπος δια μέσου των αιώνων, έκανε και κάνει συνεχώς καταπληκτικές και εκθαμβωτικές ανακαλύψεις και ποιος μπορεί να φαντασθεί πόσες θα κάμει ακόμα. Αλλά αυτό που βρήκε ο Ανδρέας είναι και θα παραμείνει στους αιώνες ασύγκριτη ανακάλυψη. Τι βρήκε; Βρήκε τον Μεσσία. Ότι μεγάλο και πολύτιμο ήταν δυνατόν να ποθήσει και να βρει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος όμως της εποχής μας άλλα διψά και άλλα ζητάει. Λίγο ή καθόλου δεν αναζητά τον Κύριο και Θεό του. Αν όμως με όση δίψα επιδιώκει τόσες άλλες ανακαλύψεις, ζητούσε να βρει και τον Μεσσία, πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος μας, η κοινωνία μας. Γιατί η γνωριμία με τον Χριστό και ο σύνδεσμος του ανθρώπου μαζί του τον μεταμορφώνει, τον αλλάζει. Τον κάνει άνθρωπο αγάπης, δικαιοσύνης, τιμιότητας και ειλικρίνειας. Τον κάνει ομολογητή, άνθρωπο γεμάτο αυταπάρνηση και αυτοθυσία, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του Πρωτόκλητου Μαθητή.
Ο Πρωτόκλητος Ανδρέας όταν έγινε μαθητής του Κυρίου και δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος κατά την ημερά της Πεντηκοστής, αναδείχθηκε διδάσκαλος της Οικουμένης. Με ζήλο και εν μέσω πολλών διωγμών διέδωσε το μήνυμα του Ευαγγελίου στην Ασία, το Βυζάντιο, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Πάτρα. Εκεί προσέφερε την ίδια του τη ζωή στο βωμό της πίστεως.
Ο Ανθύπατος Αιγεάτης προσπάθησε με κάθε τρόπο να κάνει τον Απόστολο να αρνηθεί την χριστιανική του πίστη. Ο Πρωτόκλητος όμως έμεινε ακλόνητος. Τότε ο σκληρός και απάνθρωπος τύραννος διέταξε να τεντωθεί το σώμα του Αποστόλου και να δεθούν τα πόδια του επί του Σταυρού. Σε σχήμα χιαστή πάνω σε ελιά σταυρώθηκε ο Απόστολος Ανδρέας, γράφει ο Ιππόλυτος Ρώμης. Σκληρός ο θάνατος αυτός του Αποστόλου. Όμως τον υπέμεινε με αξιοθαύμαστη καρτερία, ατενίζοντας ένα άλλο σταυρό, που λίγα χρόνια πριν είχε στηθεί στον Γολγοθά.
Η αγιασμένη ζωή του, οι θυσίες του και το ένδοξο μαρτύριο του θα παραμείνουν ως το πιο εύγλωττο κήρυγμά του. ένα κήρυγμα που διασαλπίζει σε όλους μας, ότι δεν αρκεί μόνο να γνωρίσουμε τον Μεσσία, αλλά οφείλουμε πάνω απ’ όλα να Τον ακολουθούμε και στο δρόμο της αυταπάρνησης και της θυσίας. Ίσως από μας δεν ζητηθεί να χύσουμε το αίμα μας, ούτε να ανέβουμε στο σταυρό, θα μάς ζητηθούν όμως μικρές καθημερινές προσφορές και θυσίες στο όνομα του Χριστού. Θα μας ζητηθεί να συγχωρέσουμε τον εχθρό μας, να ανεχθούμε τις ιδιοτροπίες των συγγενών μας, να ζήσουμε με δικαιοσύνη και τόσα άλλα.
Θα μάς ζητηθεί να παραμελήσουμε το εγώ μας και να προσφέρουμε κάτι στον αδελφό μας. Να βοηθήσουμε κάποιον που έχει ανάγκη, να συμπαρασταθούμε στον άρρωστο, στον φτωχό. Κι αυτά ίσως μάς ζητήσουν κάποια προσφορά, κάποια θυσία χρημάτων, ανέσεως, ξεκούρασης. Όταν όμως δε θέλουμε να δώσουμε κάτι από αυτά τα μικρά, που μάς ζητούνται, πως μπορεί κατόπιν να θυσιάσουμε και την ζωή μας;
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από τις μικρές και ανώδυνες θυσίες. Ακόμη κι αυτές είναι ευπρόσδεκτη προσφορά στο βωμό του Θεού. Είναι η καλή απαρχή για να προχωρήσουμε και στις μεγάλες θυσίες, από τις οποίες ο στέφανος που θα λάβουμε είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερος στη βασιλεία του Θεού. Αμήν.